ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΤΑΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΑΘΕΤΕ Διαβάστε και σοκαριστείτε!!! γάιδαρος που γκαρίζει είμαι δούλος # υπηρετώ ως δούλος # διακονώ # υποτάσσομαι # είμαι υπήκοος
γένος # φυλή # εταιρεία # αδελφότητα # όμιλος # συντεχνία # πολιτική διαίρεση του λαού - το τρίτο της φυλής παριλαμβάνον 30 γένη # συσσίτιο
πραγματεύομαι περί αρχαίων πραγμάτων
καταπολεμούμαι # νικιέμαι
Γνωμονική Ακολουθία - νικολας γκρουεφσκι(1709)
Αγκελώνω
άγκειμαι [ρήμα ποιητικό του ανάκειμαι] είμαι τοποθετημένος # στέκομαι # είμαι αφιερωμένος # είμαι προορισμένος για # εναπόκειμαι # μένω # παρακάθομαι σε δείπνο # βρίσκομαι πρόχειρα # υπάρχω πρόχειρος # είμαι διαθέσιμος
Αγριοκουτσουνίδα
αγριοκοκκύμηλα [τα] αγριοδαμάσκηνα
Αιθυλοκυτταρίνη
αιθύσσω [ρήμα] αναταράζω # σείω κάποιον ή κάτι δυνατά # ανατινάσσω # κάνω κάτι να σαλεύει # κλονίζω # βάζω κάτι σε βίαιη κίνηση # εξάπτω # διεγείρω # ανάβω # ανακινώ # ταρακουνώ
αιθύσσομαι [ρήμα παθητικό] αναφλέγομαι # ανάβω # καίγομαι # πυρώνομαι # κυματίζω # σείομαι # σπινθιροβολώ
αιθυκτήρ [ο] ταχυκίνητος # γοργοπόδαρος # φτεροπόδαρος # ανεμοπόδαρος # που πετά γρήγορα (για αρπακτικό πτηνό ή ζώο)
αιθυιόθρεπτος [επίθετο δικατάληκτο] που τρώει γλάρους
Αισχήμων
αίσχιστος [επίθετο τρικατάληκτο] πολύ αισχρός
αίσχος [το] ασχημία # αισχρότητα # ντροπή # αίσχος # αισχύνη # ατιμία # κακοήθεια # μεγάλη ντροπή # όνειδος
αισχρόβιος [επίθετο δικατάληκτο] φαυλόβιος # αχρείος # αθεόφοβος # αισχρός # ανίερος # ασυνείδητος # αχρειόστομος # βορβορώδης # ελεεινός # εξώλης # κακοήθης # κατάπτυστος
αισχρόγελως [ο και η] αισχρά γελοίος
αισχροδιδάκτης [ο] δάσκαλος αισχροτήτων
αισχροεπέω [ρήμα] αισχρολογώ # αχρειολογώ # βωμολοχώ # χυδαιολογώ # εκφράζομαι πρόστυχα
αισχροκέρδεια [η] αισχροκέρδεια # ιδιοτελής εκμετάλλευση # καπήλευση # καπηλεία
αισχροκερδέω [ρήμα] καπηλεύομαι # σφετερίζομαι # αισχροκερδώ # απομυζώ # αρμέγω
αισχροκερδής [επίθετο δικατάληκτο] αισχροκερδής # αγιογδύτης # γδάρτης # εκμεταλλευτής # κάπηλος # ληστρικός # αρμεχτής # γδάρτης
αισχρολογία [η] αισχρολογία # αισχρολόγημα # αισχροέπεια # αισχρόλογο # αχρειολογία # βρομόλογο # βωμολοχία # κοπρολογία # παλιοκουβέντα # προστυχόλογα # σόκιν # χυδαιολογία
αισχρόμητις [ο και η] αισχρά βουλευόμενος
αισχρόν νέα γυναικί πρεσβύτης ανήρ [παροιμία]
γέροντας είναι σιχαμάρα για τη νέα γυναίκα
αισχροπαθής [επίθετο δικατάληκτο] δεχόμενος αισχρή συμπεριφορά # ατιμαζόμενος
αισχροποιέω [ρήμα] κάνω αισχρότητες # ατιμάζω
αισχροπρόσωπος [επίθετο δικατάληκτο] ο με αποτρόπαιο πρόσωπο
αισχρός [επίθετο τρικατάληκτο και επίθετο δικατάληκτο] αχρείος # ανήθικος # φαύλος # άτιμος # άσεμνος # ακόλαστος # ασελγής # αισχρός # αδιάντροπος # αναίσχυντος # κακέμφατος # ξετσίπωτος # πρόστυχος # ρυπαρός # απρεπής # άτιμος # βρομερός
αισχρουργία [η] αισχρή πράξη # ακολασία # ασέλγεια # βακχεία # ελευθεριότητα # κατάχρηση # λαγνεία # παραλυσία # φιληδονία # όργιο
αισχρώς μεν έσπειρας κακώς δ' εθέρισας [παροιμία] ότι έσπειρες θερίζεις
αισχύνη [η] αισχύνη # αίσχος # ντροπή # όνειδος # συστολή # ατιμία # καταισχύνη # ρεζίλεμα # γελοιοποίηση # διακωμώδηση # διαπόμπευση # διασυρμός # πομπή # πρόγκα # πόμπεμα # ατίμαση # αιδοίο
αισχύνομαι [ρήμα] ντρέπομαι # διστάζω από συστολή # εντρέπομαι # καταντρέπομαι # αιδούμαι # κοκκινίζω
αισχυντήρ [ο] ατιμαστής # μοιχός
αισχύνω [ρήμα μέλλων αισχυνώ - αόριστος ήσχυνα] ντροπιάζω # ρεζιλεύω # αισχύνω # καταισχύνω # ατιμάζω # εξευτελίζω # ασχημίζω # παραμορφώνω
αισχύνωμα [το] αιδοίο # μουνί
Αναζύμωσις
αναζύμωσις [η] ζύμωση # ζύμωμα # βράση # βράσιμο
Αναζώνω
αναζωννύω [ρήμα] ζώνω ψηλά # ανασηκώνω με τη ζώνη # ζώνομαι ψηλά
Αναψηλάφησις
αναψηλάφησις [η] ακριβής εξέταση
Ανοσιουργέω
ανοσιουργέω [ρήμα] ενεργώ με ασέβεια # κάνω ανοσιούργημα # βεβηλώνω # κάνω ιεροσυλία # στερώ από ιερό μυστήριο # ανοσιουργώ
Αντιγεούχος
αντιγέγωνα [ρήμα - παρατατικός με σημασία ενεστώτα] φωνάζω και εγώ αμοιβαία # αντιβοώ για απάντηση
αντιγειτονέω [ρήμα] γειτονεύω αμοιβαία
αντιγεμίζω [ρήμα] αμοιβαία γεμίζω
αντιγενεαλογέω [ρήμα] παρουσιάζω άλλη γενεαλογία
αντιγεννάω [ρήμα] γεννώ και εγώ εξάλλου
αντιγεραίρω [ρήμα] τιμώ αμοιβαία # δοξάζω και εγώ με τη σειρά μου
Αντιπυρετογόνος
αντίπυργος [ο] αποθήκη # κελάρι
αντίπυργος [επίθετο δικατάληκτο] όμοιος με πύργο
αντιπυργόω [ρήμα] πυργώνω απέναντι # ανυψώνω πύργο απέναντι
αντιπυργόω πόλιν [έκφραση] χτίζω πόλη σαν αντίπαλη άλλης
αντιπυρσεύω [ρήμα] απαντώ σε σήμα πυρσού με σήμα πυρσού
Αντισυλληπτικός
αντισυλλογισμός [ο] αντίθετος συλλογισμός
Ανώγεων
ανώγεων [το] επάνω σπίτι # ανώγειο # ανώγι # εστιατόριο # τραπεζαρία
αποκληρωτικός
αποκληρωτικός [επίθετο τρικατάληκτο] εκλέγων με κλήρο # τυχαίος # συμπτωματικός # εκλεγμένος με κλήρο
αρωγέω
αρωγή [η] βοήθεια # συνδρομή # επικουρία # στήριγμα # συμπαράσταση
αρωγοναύτης [ο] βοηθός (αρωγός) των ναυτών
αρωγός [ο] βοηθός # ευεργέτης # επίκουρος # αντιλήπτωρ # παραστάτης # συνεπίκουρος # πρόμαχος # υπερασπιστής # υπέρμαχος # προστάτης # συνήγορος # αβανταδόρικος # ευνοϊκός # φίλιος # φιλικός # ευμενής
βομβυκοτροφείον
βομβύκιον [το] έντομο που ζουζουνίζει # ζουζούνι # κουκούλι # βομβύκιο μεταξοσκώληκα
βορραπηλιώτης
βορραπηλιώτης [ο] γραίγος # άνεμος βορειοανατολικός # βορειοανατολικός άνεμος καικίας
βρώζω
βρώμα [το] καθετί που τρώγεται # τροφή # φαγητό # χαλασμένο τμήμα δοντιού
βρωμάομαι [ρήμα] έχω όρεξη # βρωμώ # γκαρίζω # ογκανίζω
βρωματομιξαπάτη [η] νοθεία σε τρόφιμα # βλάβη από κατανάλωση νοθευμένου τροφίμου
βρωματώδης [επίθετο δικατάληκτο] δυσώδης # κάκοσμος
βρωμηστής [ο] γάιδαρος που γκαρίζει
βρωμολόγος [ο] αισχρολόγος
βρώμος [ο] βαρβατιά # βαρβατίλα # μυρουδιά κτηνών που βρίσκονται σε οργασμό
βρωμώ [ρήμα] αναδίνω δυσωδία # βρωμώ
βρωμώδης [επίθετο δικατάληκτο] δυσώδης # βρωμερός # βρομερός
βρώσιμος [επίθετο δικατάληκτο] φαγώσιμος # βρώσιμος # εδώδιμος
γλυπτοκέφαλος
γλυπτός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική λέξη glyptodont και η glyptograph] σκαλιστός # πελεκητός # λαξεμένος # σκαλισμένος # σμιλευτός # τορευτός # γλυπτός # επιτήδειος στη γλυπτική
δελτωτός
δελτωτός [επίθετο τρικατάληκτο] που έχει σχήμα
# τρίγωνος # τριγωνικός
δερματομυκητίασις
δερματομαλάκτης [ο] βυρσοδέψης # ταμπάκης
δουλεύω
δουλεύω [ρήμα] είμαι δούλος # υπηρετώ ως δούλος # διακονώ # υποτάσσομαι # είμαι υπήκοος
δουλεύω γαστρί [έκφραση] είμαι κοιλιόδουλος
δουλεύω ηδοναίς [έκφραση] είμαι δούλος των επιθυμιών μου
δουλεύω καιρώ [έκφραση] είμαι καιροσκόπος # περιμένω κατάλληλες περιστάσεις για να τις εκμεταλλευτώ # καιροσκοπώ
δουλεύω τοις νόμοις [έκφραση] υπακούω στους νόμους
δουλεύω τω θυμώ [έκφραση] είμαι οξύθυμος
δουλεύων λέληθας [έκφραση] δεν παρατήρησες ότι είσαι δούλος
δυσέκπλυτος
δυσέκπλυτος [επίθετο δικατάληκτο] που δύσκολα ξεπλένεται # που δύσκολα βγαίνει στο πλύσιμο
δύσερως
δύσερως [ο και η] ερωτευμένος τρελά # αναίσθητος στον έρωτα # ποθοπλάνταχτος # ερωτευμένος σφοδρά # παθιασμένος # ποθοπλανταγμένος
δυσέφικτος
δυσέφικτος [επίθετο δικατάληκτο] δυσεπίτευκτος # δυσκατόρθωτος # ανέφικτος
δωρέω
δωρέω [ρήμα] χαρίζω # φιλοδωρώ # δίνω δώρο
εθελόκωφος
εθελόκωφος [επίθετο δικατάληκτο] προσποιούμενος τον κουφό # που κάνει ότι δεν ακούει
ενδομυκητώδη
ενδομυχέω [ρήμα] κρύβομαι εντός
ενδομυχί [επίρρημα] στα μύχια # ενδόμυχα # στα κατάβαθα
ενδόμυχος [επίθετο δικατάληκτο] ενδιάθετος # εσωτερικός # μύχιος # εσώτατος # ενδόμυχος # κρυψίνους
επισφραγιστικός
επισφραγιστικός [επίθετο τρικατάληκτο] επισφραγίζων
ερυθροδάκτυλος
ερυθροδάκτυλος [επίθετο δικατάληκτο] έχων κόκκινα δάκτυλα
ευωδοποιός
εύωδος [επίθετο δικατάληκτο] καλά ηχών
ημιτυμπάνιστος
ημιτυμπάνιστος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει αρχίσει να τουμπανιάζει
θωρώ
θωρακείον [το] έπαλξη # προτείχισμα # πολεμίστρα # παραπέτο # στηθαίο # κόφα του καταρτιού # φάτνωμα # πύργος στη πλάτη πολεμικού ελέφαντα
θωρακίζω [ρήμα] οπλίζω με θώρακα # οπλίζω # αρματώνω
θωρακικός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική λέξη thoracic] ο του θώρακα # πάσχων στο στήθος # στηθικός
θωρακίτης [ο] θωρακοφόρος στρατιώτης
θωρακοπώλης [ο] πωλών θώρακες
θώρηκα περί στήθεσσιν έδυνεν [έκφραση] έβγαλε τον θώρακα
κακοβάκχευτος
κακοβάκχευτος [επίθετο δικατάληκτο] κακώς βακχεύων
καλλωπιστήριον
καλλωπιστής [ο] καλλωπιζόμενος # αγαπών τα στολίδια # κομψευόμενος # καλλωπίζων # υπερβολικά καλλωπιζόμενος # μακιγιέρ # διακοσμητής
καρυοπώλης
καρυοβαφής [επίθετο δικατάληκτο] βαμμένος με βαφική από καρύδια # σκούρος # υπόξανθος
καρυοκατάκτης [ο] καρυοθραύστης # εργαλείο σπασίματος καρυδότσουφλου
κάρυον [το - εξ αυτής το αγγλικό πρόθεμα karyo
και οι λέξεις karyokinesis karyokinetic karyolymph karyoplasm karyoplasmic karyosome karyotin karyotype karyotypic karyotypical karyotyping eukaryote prokaryote] καρύδι # φουντούκι # κάθε καρπός με σκληρό τσόφλι
κουκούτσι # στρογγυλό μέρος μηχανής περί το οποίο τυλίγεται σχοινί
καρυοναύτης [ο] αυτός που ταξιδεύει σε καρυδότσουφλο
κροταφιστής
κροταφιστής [ο] κτυπών κροτάφους
μητατωρίκιον
μήτηρ [η - της μητέρος & μητρός - τη μητέρι & μητρί - την μητέρα - εξ αυτής η αγγλική λέξη mother] μητέρα # μάνα # μαμά # γεννήτρα # γυναίκα που απέκτησε παιδί # χώρα όπου επήγασε μια ιδέα
μητιάω [ρήμα] σκέπτομαι # σχεδιάζω # σκέφτομαι # αναλογίζομαι # βουλεύομαι # διανοούμαι # στοχάζομαι # συλλογίζομαι # διαλογίζομαι # διανοούμαι # νοώ
μητίετα [ο - λατινικά consultor] σύμβουλος # συμβουλάτορας # συμβουλευτής # γνωμοδότης # σύμβουλος έμπειρος και γνώστης
μήτιμα [το] φρόνηση # σύνεση # σκέψη # στοχασμός # αναλογισμός # διαλογισμός # διανόημα
περισυλλογή # στοχασιά # συλλογισμός # σειρά λογικών σκέψεων # βουλή # τέχνασμα # πανουργία # μηχανή # φρόνιμη συμβουλή # νουθεσία
μητιόεις [επίθετο τρικατάληκτο] συνετός εξαιρετικά
πάνσοφος # πλήρης συνέσεως # σοφός σε όλα # παντογνώστης # πολυμαθέστατος # που έχει γίνει με μεγάλη γνώση
μήτις ετοίμη [έκφραση] θέληση που πράγματι εκπληρώθηκε
μήτρα [η - εξ αυτής οι αγγλικές λέξεις metralgia - metritis - metratresia - metrectomy - metrorrhagia] μήτρα # κοίλο όργανο των ανώτερων θηλυκών όντων όπου κυοφορείται το έμβρυο # εντεριώνη του ξύλου
μητραγυρτέω [ρήμα] ζητιανεύω
μητραγύρτης [ο] ιερέας της Κυβέλης (της μητρός των θεών) # ζητιάνος
μητραδελφεύς [ο] αδελφός της μητέρας # θείος από τη μητέρα
μητραλοίας [ο] ξυλοκοπών τη μητέρα του # μητροκτόνος
(ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΡΙΣ ΦΟΡΕΣ ΠΟΙΟ ΜΙΣΗΤΟΣ ΑΠΟ ΒΑΡΒΑΡΟ)
μητρίζω [ρήμα] λατρεύω την Κυβέλη ως μητέρα των θεών # γιορτάζω τη γιορτή της μητέρας
μητρογαμέω [ρήμα] νυμφεύομαι τη μητέρα μου
μητρογαμία [η] γάμος μεταξύ μητέρας και γιου
μητροδίδακτος [επίθετο δικατάληκτο] διδαχθείς από τη μητέρα του
μητροκτονέω [ρήμα] φονεύω την μητέρα μου
μητροκωμίας [ο - βυζαντινός τύπος] κάτοικος κωμόπολης
μητρόληπτος [ο] μανιώδης από την επίδραση της Κυβέλης
μητρομανία [η - μεταγενέστερος τύπος] παθολογική επιθυμία γυναίκας για συνουσία # νυμφομανία
μητρόξενος [ο και η - λατινικά spurius] νόθος
μητρόπολις [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη metropolis - η ιταλική metropoli - η γαλλική metropole - η γερμανική Metropole] πόλη μητέρα άλλων πόλεων (αποικιών) # πόλη ή πολιτεία που δημιούργησε αποικία # μεγαλούπολη # μητρόπολη # πρωτεύουσα # πόλη της μητέρας # έδρα του μητροπολίτη
μητρόρριπτος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει απορριφτεί από τη μητέρα του
μητρυιάζω [ρήμα] είμαι μητριά # φέρομαι σαν άστοργη μητέρα
μητρύλη [η] ματρόνα # μαντάμ # τσατσά # ρουφιάνα
μητρωακός [επίθετο τρικατάληκτο] ανήκων στα μητρώα (τα όργια της Κυβέλης) # ο της Κυβέλης
μηχανοφόρος
μηχανοφόρος [επίθετο δικατάληκτο] φέρων (στρατιωτικές) μηχανές
νυκτοδεσπότις
νυκτοδεσπότις [η] σελήνη (ΔΩΣΕ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΆΝΤΡΑΜΕΛΕΧΧ)
νυσταλογερόντιον
νυσταλογερόντιον [το] γεροντάκι που αγαπά τον ύπνο
πακτωτής
πάκτων [ο] πλοίο ελαφρό που μπορούσε να αποσυναρμολογηθεί και να συναρμολογηθεί εύκολα
πάκτωσις [η] σφίξιμο # στερέωση # δέσιμο # σφήνωμα # φράξιμο
πανυπηκόως
πανυπενθής [επίθετο δικατάληκτο - αμφίβολη γραφή] περίλυπος
πανυπέραγνος [επίθετο δικατάληκτο] πάναγνος # άσπιλος # άμωμος
πανυπεράμωμος [επίθετο δικατάληκτο - μεταγενέστερος τύπος] άμωμος εξαιρετικά # ανεπίληπτος εντελώς
πανυπέρφρων [επίθετο δικατάληκτο] υπερήφανος εξαιρετικά # υπεροπτικός πολύ
πανυποτάττω [ρήμα] καθυποτάσσω εντελώς
παρεγχειρέω
παρεγχειρέω [ρήμα] πιάνω στραβά # ξεκινώ δουλειά λαθεμένα # διηγούμαι λάθος # βγάζω λαθεμένα συμπεράσματα
πατροφοίητος
πατροφονεύς [ο] πατροκτόνος
περιφραγμόω
περιφραγμόω [ρήμα] περιφράσσω
πολυπλασιάζω
πολυπλασιάζω [ρήμα] πολλαπλασιάζω # κάνω πολλαπλάσιο # αυξάνω πολλαπλασίως
προθεσμεύω
προθεσμία [η] χρονική προθεσμία ενός έτους για εκτέλεση πολιτικών λειτουργιών πχ. για σύνταξη νόμου # προθεσμία εξόφλησης χρεών (συνήθως πενταετία) # διορία
προθέσμιος [επίθετο τρικατάληκτο και δικατάληκτο] ορισμένος εκ των προτέρων # προσδιορισμένος νωρίτερα
προσυνδέω
προσυνδέω [ρήμα] συνδέω προτού
πρωθιερεύς
πρωθύστερον [το] σχήμα όπου κάτι προτάσσεται ενώ έπρεπε να ακολουθεί
πρωθύστερος [επίθετο δικατάληκτο] προτασσόμενος ενώ έπρεπε να ακολουθεί
ρωμανιστής
Ρωμανία [η - βυζαντινός τύπος] ρωμαϊκό βασίλειο
σημαιοστόλιστος
σημαιοφόρος [ο - λατινικά signifer] αυτός που κρατά σημαία
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτέος [επίθετο τρικατάληκτο] που πρέπει να συγκαλυφθεί
συμποσιαστής
συμποσιαστής [ο] αυτός που μετέχει σε συμπόσιο # συμπότης # συμποσιαστής
συνεφαπτομένη
συνεφάπτομαι [ρήμα] πλησιάζω συνάμα # πιάνω συνάμα # βάζω χέρι συνάμα # παραστέκω συνάμα # βοηθώ συνάμα # εφορμώ συνάμα
σχολάδδω
σχολάζω [ρήμα] αναπαύομαι # έχω ανάπαυλα # περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου # αργώ # ευκαιρώ # ηρεμώ # οκνώ # απρακτώ # τεμπελιάζω # σχολάζω # παύω # καταγίνομαι # ασχολούμαι # έχω σχολείο # φοιτώ κοντά σε δάσκαλο # ασχολούμαι με τις σπουδές μου # διδάσκομαι # συλλογίζομαι # φροντίζω # διδάσκω # είμαι άδειος
σχολαίος [επίθετο τρικατάληκτο] αργός # ήσυχος
νωθρός # αργοκίνητος # αργοτάξιδος # βραδυκίνητος # αργοσάλευτος # δυσκίνητος # νωχελής # οκνός # σιγανός # αγαλιανός # νυσταλέος
οκνηρός # ράθυμος # χαύνος # βραδύς
σχολαιότατα [επίρρημα] εξαιρετικά αργά # πάρα πολύ νωθρά # μέχρι να κουνηθεί βράδιασε
σχολαίως [επίρρημα] αγάλι - αγάλι # με την άνεση σου # δεν είναι βία # αργά # δύσκολα # μόλις και μετά βίας # παντάπασιν # ουδόλως # αργά # νωθρά # με αργοπορία # με ραθυμία
σχολαρχέω [ρήμα] είμαι προϊστάμενος σχολής
σχολαστής [ο] νωθρός # άπρακτος # αργός
σχολαστικός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική λέξη scholastic - η ιταλική scolastico - η γαλλική scolastique] επιρρεπής να σχολάζει # φίλος της ανάπαυσης # οκνηρός # αργός # άνεργος # φιλόμουσος # λόγιος # πεπαιδευμένος # πολυμαθής
περιορίζων τη σοφία του στα γράμματα του σχολείου # σχολαστικός # δικηγόρος (στο Βυζάντιο)
υδρεύω
υδρεύω [ρήμα - λατινικά aquor] αντλώ νερό # φέρω νερό # αρδεύω # ποτίζω
υλοτραγέω
υλοτραγέω [ρήμα] τρώγω άγριους καρπούς και ρίζες
υποσυναφή
υποσυναφή [η] σύνδεση ελαφρά "όταν δύο τετραχόρδων ανά μέσον γένηται ή δια τεσσάρων συμφωνία - και οι ομογενείς φθόγγοι κατά τους πέντε τόνους συμφώνους προς αλλήλους"
φράχτης
φράγδην [επίρρημα] ενόπλως # με κάλυψη σε οχυρή θέση
φραγελλόω [ρήμα] μαστιγώνω
φράγμα [το] φράγμα # οχύρωμα # φραγμός # φράχτης # μαντρί # μάντρα # σκέπασμα
φραγμόω [ρήμα - βυζαντινός τύπος] περιφράσσω # περικλείω με φράχτη # κλείνω # περιτειχίζω # προφυλάσσω # φράζω # οχυρώνω # ασφαλίζω # πυκνώνω # συσσωρεύω
φραγμών [ο] φράχτης από αγκάθια
φραδά [η] νόηση # επίγνωση # φρόνηση # σύνεση # συμβουλή # νουθεσία # διαταγή
φραδάζω [ρήμα] μιλώ # λέγω # ονομάζω # γνωστοποιώ # εκφράζω τις σκέψεις μου
φραδής [επίθετο δικατάληκτο] νοήμων # φρόνιμος # συνετός # έμπειρος
φράδμων περ ανήρ [έκφραση] αν και πολύ συνετός άντρας
φράζε πάν όσον νοείς [έκφραση] λέγε ότι έχεις στο μυαλό σου
φράζομαι [ρήμα - αόριστος εφρασάμην και πθ. εφράσθην - παρακείμενος πέφρασμαι] υπολογίζω # μελετώ # σταθμίζω # σκέφτομαι # σχεδιάζω με το μυαλό μου # αποφασίζω # αναλογίζομαι # βουλεύομαι # διανοούμαι # νοώ # καλολογιάζω # στοχάζομαι # συλλογίζομαι # σκέπτομαι # παρατηρώ # αντιλαμβάνομαι # κατανοώ
καταλαβαίνω # εννοώ # προφυλάγομαι # προβλέπω # προαισθάνομαι
φράζω [ρήμα - αόριστος έφρασα & β' επέφραδον & πέφραδον - απαρ. πεφραδέειν - παρακείμενος πέφραδα] δηλώνω # κάνω γνωστό # γνωστοποιώ # φανερώνω # κάνω φανερό # δείχνω # δείχνω σημείο # υποδεικνύω # δίνω σημάδι # διατάζω # συμβουλεύω # λέγω # εκφράζω # ορίζω # κελεύω # προστάζω # παραγγέλλω
φράν [η - της φρανός - δωρικός τύπος της λέξης "φρήν"] διάφραγμα της καρδιάς από τους πνεύμονες # περικάρδιο # διάφραγμα # καρδιά # νους # νόηση # διάνοια # πνεύμα # ψυχή # αντίληψη με το νου # ικανότητα για σκέψη # λογισμός # μυαλό # οξυδέρκεια # φρένα # φρόνηση # λογική # θέληση # σκοπός
φρανίζω [ρήμα] βάζω γνώση σε κάποιον # σωφρονίζω # διδάσκω # νουθετώ # δασκαλεύω
φρασίζωον [το] διασκεπτόμενον εις ζωήν
φραστέον [ρηματικό επίθετο του "φράζω"] πρέπει να κάνουμε γνωστό
φραστήρ [ο] εκφράζων # εξηγών # ερμηνεύων # εξηγητής # ερμηνευτής # πληροφορών # γνωστοποιών # οδηγός # αυτός που δείχνει # εκφραστής
φρατήρ [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη brother] μέλος φρατρίας
φρατορία [η] αδελφότητα # γένος # φυλή # εταιρεία # όμιλος # συντεχνία
φρατορικός [επίθετο τρικατάληκτο] ο της φράτρας # αφορών την φρατρία
φράτρα [η] γένος # φυλή # εταιρεία # αδελφότητα # όμιλος # συντεχνία # πολιτική διαίρεση του λαού - το τρίτο της φυλής παριλαμβάνον 30 γένη # συσσίτιο
Φρατρία [η] Αθηνά (ΠΡΟΔΟΤΗ ΕΛΛΗΝΑ)
φρατριάζω [ρήμα] είμαι της ίδιας φατρίας # ανήκω στην ίδια φατρία # συνωμοτώ
φρατριακός [επίθετο τρικατάληκτο] ο της φατρίας
ο της φυλής # ο του γένους
φρατριαρχέω [ρήμα] είμαι αρχηγός φατρίας
φρατριασμός [ο] σύνδεσμος # συνασπισμός # συνωμοσία
φράτριον [το] ιερό των φρατόρων
Φράτριος [ο] Δίας
φράττω [ρήμα] περιφράσσω # περικλείω με φράχτη # κλείνω # περιτειχίζω # προφυλάσσω # φράζω # οχυρώνω # ασφαλίζω # πυκνώνω # συσσωρεύω
χαλκοτυπής
χαλκοτυπέω [ρήμα] σφυρηλατώ χαλκό # εργάζομαι στο χαλκό # κατασκευάζω από χαλκό
χαλκοτυπία [η] χτύπημα με όπλο # σπαθιά
χαλκότυπος [επίθετο δικατάληκτο] πληγωμένος από χάλκινο όπλο
χειροβάναυσος
χειροβάναυσος [επίθετο δικατάληκτο] εργάτης που δουλεύει επάγγελμα σχετικό με τη φωτιά # σιδηρουργός # χαλκιάς # χειροτέχνης # τεχνίτης # χειρώνακτας
χειρότευθις
χειρότευκτος [επίθετο δικατάληκτο] χειροποίητος
ωκυρέεθρος
ωκυρέεθρος [επίθετο δικατάληκτο] ρέων ταχέως
Γνωμονική Ακολουθία - νικολας γκρουεφσκι(1056)
Ευσταθιανοί
ευσταθίη [η] στερεότητα # μονιμότητα # σταθερότητα # ευεξία # ευπορία
εφεύρεμα
εφεύρεμα [το] εφεύρεση # ανακάλυψη # επινόημα # επινόηση # εφεύρημα # εύρεση
έχμασις
έχμα [το] καθετί που συγκρατεί # δεσμός # δέσιμο # εμπόδιο # κώλυμα # προτείχισμα # οχύρωμα # προπύργιο # υποστήριγμα # έρεισμα
εχμάζω [ρήμα] βαστώ σφιχτά # συγκρατώ # συνέχω # εμποδίζω
έχματα γούνων [τα] κλειδώσεις των γονάτων
ζωδαρίδιον
ζωδάριον [το] ζούδι μικρό # ζώο μικρό
θαλαμευτός
θαλαμεύτρια [η] αυτή που ετοιμάζει το νυφικό θάλαμο
θεσμοθέτησις
θεσμοθέτησις [η] νομοθεσία # σύνταξη νόμων και η επιβολή τους
ιεραφόρος
ιεραφόρος [επίθετο δικατάληκτο] βαστών τα ιερά σκεύη
κανελλόπουλος
κάνειον [το] πανέρι # κάνιστρο # αγγείο σαν κάνιστρο # κάνιστρο μεταφοράς σκευών θυσίας # σκέπασμα αγγείου
καταγύναιος
καταγύναιος [επίθετο δικατάληκτο] τρελός για τις γυναίκες # έκδοτος στις γυναίκες
κοιρανέω
κοιρανέω [ρήμα - λατινικά impero] διέπω # διοικώ # εξουσιάζω # κυριαρχώ # άρχω # κυβερνώ
κολοβακτηριδίασις
κολοβανθής [επίθετο δικατάληκτο] έχων άνθη κολοβά (όπως η ρεβιθιά κλπ)
κορώνεια
κορωνεκάβη [η] γριά πολύ μεγάλη (δεύτερη Εκάβη)
κορώνεως [η] συκιά που κάνει μαύρα σύκα
κρασοπουλειό
κράς [ο κράς - του κρατός - τω κρατί - τον κράτα - τα κράτα - τους κράτας - των κράτων - τοις κράσι & κράτεσφι] κεφαλή # ανώτατο μέρος # κορυφή
κρασβόλος [επίθετο δικατάληκτο] κακόβραστος (για όσπρια) # σκληροτράχηλος
κρασέρα [η] κόσκινο για αλεύρι
κράσις [η - λατινικά mixtura] ανάμειξη ιδίως νερού με κρασί # ανακάτωμα # συγκέρασμα # μίγμα # ένωση κατά συναλοιφή των φωνηέντων ή διφθόγγων (πχ. τούλαιον το έλαιον) # θερμοκρασία του αέρα
κρασπεδίτης [ο] τελευταίος του χορού
κράσπεδον [το - λατινικά fimbria] ακραίο χείλος # άκρο # χείλος # γύρος # παρυφή # κράσπεδο # ούγια # υπώρεια # πρόποδες βουνού # κέρας στρατού
κρασπεδόω [ρήμα] περιβάλλω με ούγια (φόρεμα)
κράσσων [συγκριτικό του αγαθός - δωρικός τύπος της λέξης κρείσσων] καλύτερος # γενναιότερος # τιμιότερος # πιο καλός # πιο δυνατός # πιο γενναίος # πιο χρηστός # πιο ευγενής # πιο κατάλληλος # πιο φρόνιμος
κραστίζομαι [ρήμα] τρώγω γρασίδι
κραστίζω [ρήμα] δίνω στο άλογο γρασίδι να φάει
κράστις [η] χλωρό χορτάρι # τρυφερό χορτάρι # χλόη # γρασίδι # στάρι (είδος) κατάλληλο για ζωοτροφή
λαγωβόλον
λαγωβόλον [το] ξύλο με άγκιστρο το οποίο το τίναζαν και σκότωναν λαγούς # γκλίτσα # στραβολέκα # μαγκούρα
λέπρωμα
λεπρώδης [επίθετο δικατάληκτο] τραχύς στην επιφάνεια # όμοιος με λεπρό # ψωραλέος # πάσχων λέπρα
λεπρώδης τρίγλη [η] μπαρμπούνι (είδος) που τρώει τα πάντα
λέπρωσις [η] λέπρα
λογόγριφος
λογογραφεύς [ο] λογογράφος
λογογραφέω [ρήμα] συγγράφω αντί αμοιβής δικανικούς λόγους για άλλους
λογογράφος [ο] γράφων στον πεζό λόγο # πεζογράφος # ιστορικός # ιστοριογράφος # ρήτορας # συγγράφων δικανικούς λόγους για άλλους με αμοιβή
λοπαδούσσα
λοπαδοφυσητής [ο] φυσών τα πιάτα με τη σούπα # μεγάλος φαγάς
μαιευτικός
μαιευτικός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική λέξη maieutic] σχετικός με τον τοκετό # κατάλληλος για τοκετό # μαιευτικός
μακρόστενος
μακροστέλεχον δένδρον [το] δέντρο με μακρύ κορμό
μαντινεύς
μαντιάρχης [ο - επιγραφή Παλαιπάφου Κύπρου] αρχηγός των μάντεων
μαντική [η] προφητική δύναμη
μαντιπόλος [ο] προλέγων τα μέλλοντα # προφήτης
μάντις [ο και η - λατινικά vates & hariolus & divinus] μάντης # ιερομάντης # ιεροσκόπος # μαντευτής # προφήτης # χρησμολόγος
μαντιχόρας [ο] μυθικό ζώο με σώμα λιονταριού πρόσωπο ανθρώπινο και ουρά σκορπιού
μελαμφόρος
μελαμφόρος [ο και η] μαυροφόρος # μαυροφόρος καλόγερος
μελισσομάντρι
μελισσόβοτος [επίθετο δικατάληκτο] βοσκηθείς ή βοσκούμενος από τις μέλισσες
μελισσόκρας [ο και η] κράμα από μέλι και γάλα που το έχυναν προς τιμή των χθόνιων θεών και των νεκρών # υδρόμελι # οινόμελι # μέλι και νερό
μελισσοπτηχέω [ρήμα] διώχνω τις μέλισσες με κρότο # εμποδίζω τις μέλισσες να πετάξουν με κρότους
μελισσοσόος [επίθετο δικατάληκτο] προστατεύων τις μέλισσες
μελισσότευκτος [επίθετο δικατάληκτο] φτιαγμένος από μέλισσες
μελισσότοκος [επίθετο δικατάληκτο] γεννηθείς από μέλισσες # γλυκός
μιργάβωρ
μίρτουλον [το] μίασμα
μοιχειανός
μοιχεία [η] απιστία # κεράτωμα # λαθρογαμία # παράβαση της συζυγικής πίστης
μολυβδοκόπος
μολυβδοκόπος [ο] κατεργαζόμενος υλικά από μολύβι
μονοκέφαλος
μονοκέφαλος [επίθετο δικατάληκτο] έχων ένα κεφάλι
μοσπνεύσαι
μόσσον [το] ξύλινος πύργος # ξυλόσπιτο
μοσχάς [η] αγελάδα μικρή
μοσχεία [η] φύτεμα με παραβλάσταρα
μόσχειος κυνούχος [ο] λουρί δεσίματος σκύλου
μόσχευμα [το] παραβλάστημα # φιντάνι # παραφυάδα # μόσχευμα # παραβλάσταρο # παραβλάστη # παρακλάδι # παραπούλι # παρασπάς # πλευρικός βλαστός από τη ρίζα # ανθοφόρος οφθαλμός # εμφύτευμα # ξεμασκαλίδι # παραφυάδα για μεταφύτευση
μοσχευματικός [επίθετο τρικατάληκτο] φύων μοσχεύματα (ΚΛΩΝΟΣ;)
μοσχευτός [επίθετο τρικατάληκτο] πολλαπλασιαζόμενος με μόσχευση
μοσχίας [ο] τρυφερός ως μόσχος # νεογνό ζώου # τριετής κριός
μοσχιάω [ρήμα] χοροπηδώ σαν μοσχαράκι # είμαι εύθυμος # κάνω το παλικαράκι # κάνω τρέλες
μοσχίδιον [το] βλασταράκι # παραφυάδα μικρή
μοσχίτης [ο] μαλάκιο (είδος)
μοσχολατρεύω [ρήμα] λατρεύω μοσχάρι σαν θεό
μοσχόμυρον [το] μύρο μόσχου # αρωματική ύλη που παράγουν οι αδένες ελαφοειδούς ζώου
μόσχον εγώ θυσώ° τυ δε θές αμνόν [έκφραση] εγώ θα στοιχηματίσω μοσχάρι ενώ εσύ βάλε αρνί
μοσχοσφραγιστής [ο] εκλέγων και σφραγίζων μοσχάρια για θυσία
μοσχοτρόφος [επίθετο δικατάληκτο] τρέφων μοσχάρια # κτηνοτρόφος
μοσχοφάγος [επίθετο δικατάληκτο] τρώγων κρέας μοσχαριών
μοσχύνω [ρήμα] φυτεύω παραφυάδα # κόβω τα παραβλάσταρα # πολλαπλασιάζω με παραφυάδα # τρέφω # ανατρέφω # υποθάλπω
μουζακίτης
μουκίζω [ρήμα] κλείνω τα χείλη ή τα μάτια # φυσώ με τη μύτη # μυκτηρίζω # χλευάζω
μουκτηριάω [ρήμα] ανοιγοκλείνω τα μάτια συχνά # βλεφαρίζω
μουναδόν [επίρρημα - ιωνικός τύπος της λέξης μοναδόν] μοναχικά # μόνος του # μεμονωμένα
μουναρχέω [ρήμα - λατινικά dominor] βασιλεύω μόνος # είμαι μονάρχης
μουναρχίη [η] μοναρχική διοίκηση # κυριαρχία # μοναρχισμός # μονοκρατορία # πολίτευμα στην οποία η ανώτατη αρχή είναι ένα και μόνο πρόσωπο # απόλυτη κυριαρχία ενός μόνο άρχοντα # ανωτάτη αρχηγία του στρατού
μούναρχος [ο - λατινικά monarcha] εξουσιαστής # μονάρχης # μονοκράτορας # απόλυτος κυρίαρχος # αυτοκράτορας # ηγεμόνας # μόνος απόλυτος κυρίαρχος
μουνάς [η] μονάδα # άσος # μονάδα μήκους ίση με 19.26 χιλιοστά του μέτρου (μικρότερη μονάδα μήκους των αρχαίων)
μουνερέτης [ο] μόνος ερέτης
μουνιός [επίθετο δικατάληκτο] μονοδίαιτος # μοναστικός # μοναχικός (ιδίως για άγρια ζώα)
μούνιος [επίθετο δικατάληκτο] μοναχικός (ιδίως για άγρια ζώα και κυρίως για λύκο)
μουνογενής [επίθετο δικατάληκτο] γεννηθείς μόνος # μοναχογιός # μονάκριβος # συγγενής # ο από το ίδιο γένος
μουνόγληνος [επίθετο δικατάληκτο] μονόφθαλμος
μουνόκερος [επίθετο δικατάληκτο] έχων ένα μόνο κέρατο
μουνόκωλος [επίθετο δικατάληκτο] έχων ένα μόνο μέλος # χορεύων στο ένα πόδι # μονότονος # ανιαρός # βαρετός # μονοκόμματος
μουνολέων [ο] μοναδικός στο είδος του λέοντας # μέγιστος λέων # ένας αλλά λέων
μουνομαχίη [η] μάχη ενός προς ένα # μάχη ανάμεσα σε δύο άτομα ή δύο ομάδες
μουνομήτωρ [ο και η] ορφανός από μητέρα # έχων μόνο μητέρα
μουνοπάλης [ο] νικών μόνο στην πάλη # που παλεύει μόνος του
μούνος [επίθετο τρικατάληκτο - ιωνικός τύπος της λέξης μόνος] μόνος # μεμονωμένος # μοναδικός # ανεπανάληπτος # απαράμιλλος # ένας και μόνος # μόνος στο είδος του # ξεχωριστός # που δεν έχει το ταίρι του # μοναχικός # μοναχός # μονάχος # χωρισμένος από τους άλλους
μουνοτόκος [επίθετο δικατάληκτο] γεννών ένα και μόνο σε κάθε γέννα
μουνόφθαλμος [ο] έχων ένα μόνο οφθαλμό # τυφλός από ένα μάτι
Μουνυχία [η] χερσόνησος μεταξύ Πειραιά και Φαλήρου # Άρτεμις
Μουνύχια [τα] γιορτή προς τιμή της Μουνυχίας Αρτέμιδας και επινίκια γιορτή για την μάχη στη Σαλαμίνα της Κύπρου στις 16 Μουνυχιώνος (1 Μάη)
Μουνυχιών [ο] μήνας από 15 Απριλίου - 15 Μάη (δέκατος Αττικός μήνας)
μουσαγέτης [ο - Δωρικός τύπος της λέξης μουσηγέτης] αρχηγός των Μουσών # Απόλλωνας
μούσαξ [ο] γιος Λάκωνα από πόλη έξω της Σπάρτης που ανατρεφόταν σαν Σπαρτιάτης και μπορούσε να αποκτήσει τα δικαιώματα του πολίτη της Σπάρτης # πανούργος # κατεργάρης # αυθάδης # αναιδής
μουσαπόλεθηρ [ο] αυτός που έχασε τα τραγούδια και τη μουσική
μουσείος [επίθετο τρικατάληκτο] ανήκων στις Μούσες # μουσικός
μούσης υποκριταί [οι] ηθοποιοί
μουσίζω [ρήμα] ψάλλω # τραγουδώ # παίζω μουσικό όργανο
μουσική [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη music - η ιταλική musica - η γαλλική musique - η γερμανική Musik] ψαλτική τέχνη # κιθαριστική τέχνη # μουσική # φωνητική ή οργανική τέχνη # ωδή # άσμα # τραγούδι # φιλοσοφία (φιλοσοφίας ούσης μεγίστης μουσικής) # τέχνη της αρμονικής συναρμολόγησης των ήχων # λυρική ποίηση # καλλιτεχνία # επιστήμη # αρμονικός κανόνας του δεκαπεντάχορδου
μουσικός [επίθετο τρικατάληκτο] ανήκων στις Μούσες και τις καλές τέχνες # ο της ανώτερης μουσικής και επιστημονικής αγωγής # που κατανοεί τις τέχνες και ιδίως μουσική και ποίηση # της μουσικής # έμπειρος της μουσικής # φιλόμουσος # φίλος των τεχνών # φιλότεχνος # λόγιος # φιλομαθής
μουσικός ανήρ [ο] άντρας που κατανοεί τις τέχνες και ιδίως μουσική και ποίηση
μούσμων [ο] πρόβατο άγριο της Κορσικής
μουσόφθαρτος [επίθετο δικατάληκτο] φονευθείς από τις Μούσες
μυοκαρδίασις
μυοκέφαλον [το] εξάνθημα που βγαίνει στη κόρη του οφθαλμού
μυόκοπρος [ο] ποντικοκούραδο
μυοκτόνον [το] ποντικοφάρμακο
μυοκτόνος [επίθετο δικατάληκτο] φονεύων ποντικούς
(ΜΕ ΑΠΛΑ ΛΟΓΙΑ ΟΣΟΙ ΤΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥΣ ΣΤΕΛΝΕΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ)
νειόφατον
νειόθεν [επίρρημα] από κάτω προς τα πάνω # από το βάθος # εκ νέου # ξανά
νειόθεν εκ κραδίης ανεστενάχιζ' Αγαμέμνων [έκφραση] από τα βάθη της καρδιάς του αναστέναζε ο Αγαμέμνονας
νειοκόρος [ο] νεωκόρος
νειόν μαλακήν τρίπολον [έκφραση] χωράφι που έχει μαλακό χρώμα τρεις φορές οργωμένο
νειοποιέω [ρήμα] προετοιμάζω χωράφι για νέα σπορά σταριού
νειός [η - λατινικά novus] νέος αγρός # χωράφι που οργώθηκε ξανά ύστερα από αγρανάπαυση
νειοτομεύς [ο] που οργώνει τη γη (επίθετο του αρότρου)
νεστοριανός
νεστορίς [η] ποτήρι (είδος)
νευροτονία
νευρότονος [επίθετο δικατάληκτο] τεντωμένος με χορδή # κουρδισμένος
νεωκορία
νεωκορία [η] επάγγελμα του νεωκόρου
νωπέομαι
νωπέομαι [ρήμα] ντροπιάζομαι # θορυβούμαι
χάνω τα αβγά και τα πασχάλια # ξαφνιάζομαι
γίνομαι αμήχανος # ντρέπομαι # ταπεινώνομαι
ξυλοκέρατο
ξυλοκέρατον [το] ξυλοκέρατο # χαρούπι
ολιγηφρένιος
ολιγηδρανής [επίθετο δικατάληκτο - λατινικά exilis] αδύνατος # ασθενής # αδύναμος # εξασθενημένος # εξαντλημένος # αποκαμωμένος # καταβεβλημένος
ολιγηδρανία [η - λατινικά imbecillitas] ατονία # αδυναμία # αχαμνάδα # ασθενικότητα # αχάμνια # ανημποριά
ολιγήμερος [επίθετο δικατάληκτο] ολιγοήμερος # που διαρκεί λίγες μέρες
ολιγηπελέω [ρήμα - ευρίσκεται μόνο ή μετοχή ολιγηπελέων] είμαι ασθενής # είμαι αδύναμος
ολιγηροσίη [η] λίγη αρόσιμη γη # χωραφάκι
ολιγησίπυος [επίθετο δικατάληκτο - αντίθετη λέξη της ευσίπυος] έχων μικρή αποθήκη σιτηρών # φτωχός # μικροκαλλιεργητής
ορυκτέλαιον
ορυκτέον [ρηματικό επίθετο του ορύσσω] πρέπει να σκάψουμε
ορχεοθεραπεία
ορχέομαι [ρήμα - παρατατικός ώρχουμην - μέλλων ορχήσομαι - αόριστος ωρχησάμην] χορεύω # σκιρτώ # κινώ ρυθμικά # ορχούμαι # πάλλομαι # χοροπηδώ # είμαι μίμος # παριστάνω κάτι χορεύοντας # κινούμαι και ερεθίζομαι
ουατόεις
ουατόεις [επίθετο τρικατάληκτο] έχων μεγάλα αυτιά
παιδαρίων
παιδαριώδης [επίθετο δικατάληκτο] που ταιριάζει σε μικρό παιδί # παιδικός # νηπιώδης
παιδαριωδώς [επίρρημα] με τρόπο μικρού παιδιού
παλαβωμάρα
παλαγμός [ο] μόλυνση # κηλίδα
παλάθη [η] αρμαθιά από ξερά σύκα ή άλλα παρόμοια # τσαπέλα
πάλαι [επίρρημα] τον παλιό καιρό # προ πολλού # τον αρχαίο καιρό # παλιά
πάλαι πόλις [η] παλαιό Άργος
παλαίβιος [επίθετο δικατάληκτο - βυζαντινός τύπος] μακρόβιος # αιωνόβιος # κορακοζώητος # μακροχρόνιος # πολυζώητος # πολύχρονος
παλαιγενής [επίθετο δικατάληκτο] γεννηθείς πριν από πολλά χρόνια # υπέργηρος # παμπάλαιος # αρχαίος
παλαιγονία [η] αρχαιότητα # παλιοί χρόνοι # προπάτορες
παλαιένδοξος [επίθετο δικατάληκτο] ένδοξος τα παλιά χρόνια # θρυλικός
παλαιετής [επίθετο δικατάληκτο] πολλών χρόνων # παλιός # περασμένος # παλαιός # πεπαλαιωμένος
Παλαίθεος [η] Εκάτη (παλιά θεά)
παλαίθετος [επίθετο δικατάληκτο] προ πολλού καθιερωμένος # παλιός # αρχαίος # παλαιός
παλαιμάτωρ [η] μητέρα παλαιά - πρώτη του γένους
παλαιμονέω [ρήμα] παλεύω # μάχομαι
παλαιμόνια [τα] γιορτή του Παλαίμονος
Παλαιμόνιον [το] ναός του Παλαίμονος
παλαιμοσύνη [η] πάλη # πάλαισμα # πάλεμα # τέχνη του παλαιστή
Παλαίμων [ο] παλαιστής # Ηρακλής # θεός θαλάσσιος προστάτης των ναυτικών (Μελικέρτης)
παλαιόδουλος [επίθετο δικατάληκτο] από παλιά δούλος
παλαιολογέω [ρήμα] πραγματεύομαι περί αρχαίων πραγμάτων
παλαίομαι [ρήμα] καταπολεμούμαι # νικιέμαι
παλαιομώλωψ [ο] πανούργος # απατεώνας # γριά αλεπού # κατεργάρης # διαβόλου κάλτσα
παλαιόομαι [ρήμα] παλιώνω # γίνομαι παλιός # γερνώ # γεράζω # πολυκαιρίζω # μπαγιατεύω # φθείρομαι # χαλώ
παλαιοπενθής [επίθετο δικατάληκτο] πενθών από τα παλιά
παλαιόριζος [επίθετο δικατάληκτο] έχων παλιές ρίζες
παλαιορράφος [επίθετο δικατάληκτο] μπαλωματής # ράφτης μεταχειρισμένων ρούχων
παλαιός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής το αγγλικό και γαλλικό και ιταλικό πρόθεμα paleo -] πολυχρόνιος # μακρόβιος # παλιός # αρχαίος # περασμένος # πολυκαιρινός # παλαιικός # πρωτινός # αλλοτινός # γεραιός # γηραιός # ο μεγάλης ηλικίας # πεπαλαιωμένος # πολύπειρος # πρωτυτερινός # φθαρμένος # παλιωμένος # πολυκαιρίτικος # σαραβαλιασμένος # στραπατσαρισμένος # σεβαστός
παλαιότατος [επίθετο τρικατάληκτο υπερθετικό του παλαιός] παλιός εξαιρετικά # παμπάλαιος # πολύ παλιός # προκατακλυσμιαίος # πανάρχαιος # αρχαιότατος # πολύ αρχαίος
παλαιότης [η] γεροντική ηλικία # παλαιότητα # η ιδιότητα του παλιού # αρχαιότητα # αρχαία εποχή # αρχαίοι χρόνοι # βαθμός φθοράς ενός αντικειμένου
παλαιοτόκος [η] που γέννησε προ πολλού
παλαιοτροπία [η] αρχαία συνήθεια # παλιά μόδα # πολυκαιρία
παλαιοφανής [επίθετο δικατάληκτο] φαινόμενος παλιός
παλαιόω [ρήμα] κάνω κάτι παλιό
πάλαισμα [το] τέχνασμα παλαιστή # πάλη # δόλος
κόλπο παλαιστικό # στρατήγημα # τέχνασμα # κακοτεχνία
παλαιστής [ο] παλαιστής # αθλητής ειδικευμένος στο αγώνισμα της πάλης # αντίπαλος αθλητής # ανταγωνιστής # πανούργος άντρας # επιδέξιος άντρας # γυμνασμένος άντρας # μονάδα μήκους ίση με 77.04 χιλιοστά του μέτρου ή 4 δακτύλους
παλαίστρα [η - εξ αυτής η αγγλική και ιταλική λέξη palestra - η γαλλική palestre] τόπος άσκησης παλαιστών # τόπος κατάλληλα διαμορφωμένος για πάλη # κονίστρα # γυμναστήριο # σχολή # γυμνάσιο # σχολείο
παλαιστρατιώτης [ο] βετεράνος στρατιώτης # παλαίμαχος στρατιώτης # εμπειροπόλεμος στρατιώτης
παλαιστροφύλαξ [ο] επόπτης της παλαίστρας # φύλακας παλαίστρας
παλαιφάμενος [επίθετο δικατάληκτο] προ πολλού λεχθείς (χρησμός ή προφητεία) # μυθικός # θρυλικός # μυθώδης # φημισμένος από παλιά # πολυθρύλητος # παμπάλαιος # πανάρχαιος
παλαίφατα [τα] αρχαίοι χρησμοί
παλαίχθων [ο και η] παλιός κάτοικος # αυτόχθων
παλαίωμα [το] παλιό πράγμα # πράγμα που έγινε παλιά # αρχαιότητα
παλαίωσις [η] παλαίωση # απώλεια της ιδιότητας του νέου με το πέρασμα του χρόνου # πάλιωμα # παλιά οργή
παλακίζω [ρήμα - δωρικός τύπος της λέξης πηλακίζω] λασπολογώ κάποιον # προπηλακίζω # εξευτελίζω # εξυβρίζω
παλαμάομαι [ρήμα] φτιάχνω με τα χέρια μου # κάνω # εκτελώ # εργάζομαι # επινοώ # εφευρίσκω # μηχανεύομαι
παλάμη [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη field - λατινικά palma] το μέσα μέρος του χεριού # παλάμη
απαλάμη # χέρι # εργόχειρο # χειροτέχνημα # τεχνούργημα # τρόπος # μέσο # τέχνασμα # μηχάνημα # δόλος # πανουργία # σύμβολο δεξιοτεχνίας # σύμβολο δύναμης # γροθιά # έργο των χεριών # δεξιοτεχνία # επιβουλή
Παλαμήδειος [επίθετο δικατάληκτο] ο του Παλαμήδη (μεγάλου εφευρέτη)
Παλαμήδης [ο] φημισμένος Ομηρικός εφευρέτης
παλάμημα [το] τέχνασμα # μηχάνημα
παλαμναίον [το] φόνος # μίασμα από αίμα χυμένο
παλαμναίος [επίθετο τρικατάληκτο και ουσιαστικό] μιασμένος από αίμα (δικό του ή ξένο) # φονικός # ο της αυτοκτονίας # αυτόχειρας # φονιάς # εκδικητής φόνου # καταραμένος # αναθεματισμένος # αφορισμένος # που τον πιέζει βαρύ έγκλημα ή ενοχή αίματος # εναγής # λυμεώνας # αποτρόπαιος # ολέθριος # εκδικητικός # ειδεχθής # απεχθής
παλαμοσκόπος [ο - βυζαντινός τύπος] χειρομάντης # μάντης που διαβάζει το χέρι
πάλαξις [η] μόλυνση # μίανση
παλάσσομαι [ρήμα] μιαίνομαι (ιδίως με αίμα)
παλαχή [η] κλήρος # λαχνός # κάτι που αποκτήθηκε με κλήρωση # μοίρα # τύχη # αρχή
παλαχήθεν [επίρρημα] από την αρχή
παπαφράγκος
πάπας [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη pope - η ιταλική papa - η γαλλική pape - η γερμανική Papst] πάπας # επίσκοπος Ρώμης
παπαδίσκιον [το] παπάς μικρός
παράγραφος
παράγραφος [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη paragraph - η ιταλική paragrafo - η γαλλική paragraphe - η γερμανική Paragraph] γραμμή στο περιθώριο που δήλωναν τα διακοπτόμενα μέρη του χορού # παραγραφή # σημείο δήλωσης τέλους παραγράφου # όργανο σημείωσης γραμμών στο χάρτη # σημείο υποστιγμής
πειραίνω
πειραίνω [ρήμα] προσδένω # δένω κάτι με κάτι άλλο # συνδέω με σχοινί δύο άκρα # περαίνω # τελειώνω # αποτελειώνω
περιατμισμός
περιαγγέλλω [ρήμα] αναγγέλλω ολόγυρα # ειδοποιώ παντού # παραγγέλλω στα πέριξ # διατάσσω παντού # αποστέλλω αγγελιοφόρους τριγύρω
περιαγείρομαι [ρήμα] μαζεύω για εμένα (ως αμοιβή)
περιαγή [η] καμπή # λύγισμα # κάμψη # κλίση # κύρτωση
περιαγής [επίθετο δικατάληκτο] τσακισμένος ολόγυρα # καμπύλος # κυρτός # αγκύλος # καμπυλωτός
περιαγινέω [ρήμα εν τμήσει] περιφέρω κάποιον τριγύρω # φέρνω ολόγυρα # περιφέρω μαζί μου # σέρνω κατόπι μου # δένω πισθάγκωνα κάποιον # τριγυρίζω # περιφέρομαι τριγύρω # περιπλανιέμαι # περιτριγυρίζω # γυρίζω πέριξ
περιαγκωνίζω [ρήμα] δένω πισθάγκωνα κάποιον
περιάγνυμι [ρήμα] θρυμματίζω # κατασυντρίβω ολόγυρα
περιαγοραίος [ο] αργόσχολος στην αγορά # σουλατσαδόρος # χασομέρης # ρέμπελος # καφενόβιος # καρεκλοκένταυρος
περιάγχω [ρήμα] σφίγγω το λαιμό # πνίγω
περιαγωγεύς [ο] αυτός που περιφέρει ή οδηγεί κάποιον γύρω # εργάτης (βαρούλκο)
περιάθρησις [η] προσεκτική παρατήρηση # κατόπτευση ολόγυρα # περισκόπηση # προσεκτική εξέταση ή παρακολούθηση # επιθεώρηση ολόγυρα # παρατήρηση ολόγυρα
περιαθρητέον [ρηματικό επίθετο του περιαθρέω] πρέπει να παρατηρήσουμε ολόγυρα και προσεκτικά
περιαθροίζω [ρήμα] συναθροίζω ολόγυρα
περιαθροισμός [ο] σύναξη από παντού
περιαθύρω [ρήμα] στέκομαι ή κάθομαι δίπλα στη θύρα # φρουρώ στη θύρα # είμαι θυρωρός
περιαίνυμαι [ρήμα] απογυμνώνω από παντού ολόγυρα
περιαιρέομαι [ρήμα] αφαιρώ κάτι από πάνω μου # απεκδύομαι # αφαιρώ
περιαιρέομαι τινός τα όπλα [έκφραση] αφοπλίζω κάποιον
περιαίρεσις [η] αφαίρεση από παντού ολόγυρα # ξεγύμνωμα
περιαιρετέον [ρηματικό επίθετο του περιαιρέω] πρέπει να αφαιρέσουμε από παντού ολόγυρα
περιαιρετός [επίθετο τρικατάληκτο] που μπορεί
αφαιρεθεί κύκλωθεν # τεχνητός # πρόσθετος
περιαιρέω [ρήμα - μέλλων περιελώ] αφαιρώ κάτι από τριγύρω # καθαιρώ # κατεδαφίζω # αφαιρώ κάτι από κάτι που το περιβάλλει # αφαιρώ
περιαίρημα [το] κάτι που αφαιρέθηκε από ολόγυρα # απόκομμα
περιακολουθέω [ρήμα] περιστοιχίζω # περικυκλώνω
περιακοντίζω [ρήμα] ακοντίζω από παντού
περιακτέον [ρηματικό επίθετο του περιάγω] πρέπει να περιφέρουμε τριγύρω
περίακτον [το] μηχανή που περιστρεφόμενη έριχνε βέλη # θεατρική μηχανή περιστροφής του σκηνικού # φήμη που διαδίδεται από στόμα σε στόμα
περίακτος [επίθετο δικατάληκτο] περιστρεφόμενος # κινούμενος περιστροφικά # περιστροφικός # που μπορεί να περιστρέφεται
περιαλγής [επίθετο δικατάληκτο] περίλυπος # καταλυπημένος # στενοχωρημένος # συντετριμμένος τη καρδία # συντριμμένος
περιάλειμμα [το] επίχρισμα # ασβέστωμα
περιαλλόκαυλος [επίθετο δικατάληκτο] παρασιτικά περιτυλιγόμενος σε άλλο φυτό
περιαμύσσω [ρήμα] περιχαράσσω # χαράζω τριγύρω # τσουγκρανίζω ολόγυρα # πληγώνω από παντού
περιανάπτω [ρήμα] ανάβω ολόγυρα
περικλαίω
περικλαίω [ρήμα] στέκομαι ολόγυρα σε κάποιον ή κάτι κλαίω
περιναίω
περιναίω [ρήμα - λατινικά circumhabito] κατοικώ στα πέριξ
περσοναλισμός
περσονομέομαι [ρήμα] εξουσιάζομαι από τους Πέρσες # διοικούμαι κατά τους Περσικούς νόμους
πισκοκέφαλον
πισσάγας [ο - περσική λέξη] λεπρός
πισσοκώνητος μόρος [ο] θάνατος με άλειμμα με πίσσα και αποτέφρωση
πίστεσιν εξαπατηθέντες [έκφραση] εξαπατηθέντες με υποσχέσεις
πίστευσις [η] εμπιστοσύνη # πίστη και πεποίθηση σε κάποιον ή κάτι
πιστολέτης [ο] καταστροφέας της πίστης # παραβάτης όρκου ή υπόσχεσης # ανάξιος εμπιστοσύνης
πολεμάρχιον
πολεμάρχιον [το] έδρα (κατοικία ή δικαστήριο ή επιτελείο) πολεμάρχου
πολυβάρβαρος
πολυβάρβαρος [επίθετο δικατάληκτο] βάρβαρος πολύ
πορνογέννητος
πορνογέννητος [επίθετο δικατάληκτο - μεταγενέστερος τύπος] γεννημένος από πόρνη
προαπάγχομαι
προαπάγχομαι [ρήμα] απαγχονίζομαι εκ των προτέρων ή πρόωρα
προϊστορέομαι
προϊστορέομαι [ρήμα] αναφέρομαι πριν
προσαντιλαμβάνομαι
προσαντιλαμβάνομαι [ρήμα] κρατιέμαι ο ένας από τον άλλο # πιάνομαι αμοιβαία
προσραπτέον
προσραπτέον [ρηματικό επίθετο του προσράπτω] πρέπει να ράψουμε επί πλέον
ραδιοφάρος
ράδιος [επίθετο τρικατάληκτο και δικατάληκτο στους Αττικούς] εύκολος # ευχερής # άκοπος # άνετος # απλός # αταλαιπώρητος # βολετός # άμοχθος # ανεπαχθής # ξεκούραστος # πρόθυμος # υποχρεωτικός # ελαφρόμυαλος # απερίσκεπτος
ραδιουργέω [ρήμα] ενεργώ ελαφρά # ενεργώ επιπόλαια # μεγαλοποιώ κάτι κάνοντας το πιο φοβερό # παριστώ κάτι το φοβερό # κάνω κακό # βλάπτω # χειρίζομαι άσχημα # ταλανίζω # τεμπελιάζω # ραδιουργώ # είμαι κακοπληρωτής # παραμελώ
ραδιούργημα [το] απερίσκεπτη πράξη # κακή πράξης
ραδιουργία [η] ευκολία διάπραξης # ευχέρεια εκτέλεσης # ολιγωρία # τεμπελιά # ακαματιά # ακαματοσύνη # νωθρότητα # οκνηρία # ραθυμία # ρεμπέλεμα # φυγοπονία # απερισκεψία # κακοήθεια # αχρειότητα # αισχρότητα # παλιανθρωπιά # κακουργία # απάτη
ραδιουργικός [επίθετο τρικατάληκτο] ο της ραδιουργίας
ραδιουργικώς [επίρρημα] δόλια # ασυνείδητα
σεντούκια
σενδούκιον [το - βυζαντινός τύπος] κιβώτιο # σεντούκι
σπαστέος
σπαστικός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική λέξη spastic] κατάλληλος για τράβηγμα # σπασμωδικός # που γίνεται με σπασμούς # ελκτικός # εντατικός
στενόμακρος
στηλίτης
στηλίτης [ο] ο της στήλης # γραμμένος σε στήλη για ατίμωση # ερημίτης που ασκητεύει πάνω σε στήλη
σύζευγμα
συζεύγνυμι [ρήμα - λατινικά conjungo] ζεύω μαζί # ζευγαρώνω # συνδέω ζώα στο ζυγό # παντρεύω # ενώνω με γάμο # συνδέω
σχισμάδα
σχίσμα [το - εξ αυτής η αγγλική λέξη schism - η ιταλική scisma - η γαλλική schisme] καθετί που σχίστηκε # σχίσιμο # σκίσιμο # διαχώριση # διαχωρισμός # χώρισμα στη μέση # διχασμός # κόψιμο στα δύο # τομή # κόψιμο # κοπή # αποκοπή # διχοστασία # διχόνοια # σχίσμα # διαχωρισμός # διχογνωμία # σχίσμα των εκκλησιών (9ο αιώνα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής)
σχισματικός [επίθετο τρικατάληκτο - μεταγενέστερος τύπος - εξ αυτής η αγγλική λέξη schismatic - γαλλική schismatique - γερμανική schismatisch - ιταλική scismatico] αναφερόμενος σε σχίσμα # σχισματικός # αιρετικός
σχισματοποιός [επίθετο δικατάληκτο] δημιουργός σχίσματος στην εκκλησία
τετράπος
τετράπος [επίθετο δικατάληκτο - ποιητικός τύπος] έχων 4 πόδια
τρεισκαιδεκάκλινος
τρεισκαίδεκα [οι και αι] δεκατρείς
υδατόρροια
υδατόρροια [η - βυζαντινός τύπος - λατινικά diluvium] κατακλυσμός # πλημμύρα
υδρομυγαλή
υδρόμυλος [ο] υδρόμυλος # νερόμυλος
υδρόμυρον [το - άλλη γραφή της λέξης "υγρόμυρον"] μύρο υγρό # υγρή αλοιφή
υδρομύστης [ο] αυτός που ραντίζει με αγιασμό στην είσοδο του ναού
υπάετος
υπάετος [ο - εσφαλμένη γραφή της λέξης "υπαίετος" - λατινικά subaquila] γυπαετός
υποπέτομαι
υποπέτομαι [ρήμα] πετώ από κάτω και δίπλα σε άλλον
υποσκέλισμα
υποσκέλισμα [το] τρικλοποδιά # ρίξιμο κάτω με τρικλοποδιά # πτώση # ανατροπή # δόλος # απάτη
υποσπληνίζομαι
υποσπληνίζομαι [ρήμα] βάζω έμπλαστρο
φαλαγγίτης
φαλαγγίτης [ο] στρατιώτης της φάλαγγας # φαλάγγι
αράχνη δηλητηριώδης
φεσκάσιον
φεσκάσιον [το] μηχάνημα ναυτικό
φιλητής
φιλήτης [ο - προτιμότερη η γραφή "φηλήτης" ή "φηλητής"] κλέφτης # απατεώνας
φραγκόπαπας
φράγδην [επίρρημα] ενόπλως # με κάλυψη σε οχυρή θέση
χάλανδρος
χάλανδρος [ο] κορυδαλλός # γαλιάντρα
χαλκοπληθής
χαλκοπληθής [επίθετο δικατάληκτο] γεμάτος χαλκό # βαριά οπλισμένος
χυμεία
χυμεία [η] χημεία
Γνωμονική Ακολουθία - νικολας γκρουεφσκι(653)
Αβίοτος
αβίοτος [επίθετο δικατάληκτο] ανυπόφορος # αφόρητος # αβάσταχτος # δυσβάστακτος
Άβοστοι
αβοσκής [επίθετο δικατάληκτο] αβόσκητος # νηστικός
Αγριάσκημος
αγριάς [η] άγριο κλήμα
Αγριομανητό
αγριόμορφος [ο] αγριοπρόσωπος # αγριοφανής # με άγρια όψη
Αγχιάλη
αγχίαλος [επίθετο δικατάληκτο και επίθετο τρικατάληκτο] παραθαλάσσιος # παράλιος # ακταίος # παράκτιος # παραλιακός
Αζατλίδικος
αζαλέος [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική και ιταλική λέξη azalea και η γαλλική azalee] ξερός # στεγνός # ξεραμένος # τσουρουφλισμένος # καψαλισμένος # καμένος # ξηραντικός # στεγνωτικός # που κατακαίει
Αηδονισμός
αηδονίς [η] αηδόνι # μπιρμπίλι
Αθαλαττία
αθάλαττος [επίθετο δικατάληκτο] ο χωρίς θάλασσα # μεσόγειος
αθαλάττωτος [επίθετο δικατάληκτο] ο χωρίς ναυτική εμπειρία # ακάτεχος από θάλασσα # ασυνήθιστος στη θάλασσα
Ακάταλλος
ακατάλλακτος [επίθετο δικατάληκτο] αδιάλλακτος # ασυμφιλίωτος
ακαταλληλία [η] ακαταλληλότητα # αναρμοστία
ακατάλληλος [επίθετο δικατάληκτο] ανάρμοστος # ακατάλληλος # ανάξιος # ανοίκειος # απρεπής # άπρεπος # απροσδιόνυσος # απρόσφορος # αταίριαστος
Ακμοθέτης
ακμοθέτης [ο] υπόβαθρο άκμονα
Ακρατάριον
ακράτεια [η] ακράτεια # παραλυσία # ασωτία # ατονία
ακρατεύομαι [ρήμα] είμαι ακρατής # δεν έχω μέτρο # υπερβάλλω # ασωτεύω
ακρατευτικός [επίθετο τρικατάληκτο] ο από την ακράτεια προερχόμενος
ακρατής [επίθετο δικατάληκτο] ασθενής # άτονος # ανίσχυρος # ακράτητος # άμετρος # υπερβολικός # άσωτος # απεριόριστος # έκλυτος
ακρατοποσία [η] πόση άκρατου οίνου (που δεν έχει νερωθεί)
ακρατοπότης [ο] που πίνει ανέρωτο κρασί
άκρατος [επίθετο δικατάληκτο] ανέρωτος # αμιγής # ασυγκέραστος # καθαρός # ακράτητος # ασυγκράτητος # ακάθεκτος
ακρατόστομος [επίθετο δικατάληκτο] αχαλίνωτος στο στόμα
ακρατοφόρον [το] αγγείο με κρασί ανέρωτο
Ακριτολόγημα
ακριτόβουλος [επίθετο δικατάληκτο] ακριτόβουλος # άβουλος # άκριτος # απερίσκεπτος # αστόχαστος # ασυλλόγιστος # δίβουλος # δίγνωμος # διστακτικός # ταλαντευόμενος
ακριτομυθέω [ρήμα] φλυαρώ ακρίτως και ανοήτως
ακριτομυθία [η] απερίσκεπτη φλυαρία # μωρολογία
ακριτομυθία # μπουρδολογία # σαλιάρισμα # χαζοκουβέντα
άκριτος [επίθετο δικατάληκτο] αξεχώριστος # αδιάλυτος # ανεξομάλιστος # αδίκαστος # αναποφάσιστος # ακαταστάλακτος # αμφίβολος # διστακτικός # παλίμβουλος # συγκεχυμένος # ατελεύτητος # αναρίθμητος # ακατάπαυστος # αστόχαστος # ασυλλόγιστος
ακριτόφυρτος [επίθετο δικατάληκτο] μπερδεμένος πολύ
Αλδευδάση
άλδομαι [ρήμα] αυξάνομαι # ισχυροποιούμαι # αναπτύσσομαι # ευδοκιμώ # μεγαλώνω # προκόβω
Αλλαντοποιία
αλλαντοποιός [ο] παρασκευαστής αλλαντικών
Αλληλοκαταγγέλομαι
αλληλοκληρονομία [η] κληρονομιά αλλήλων
αλληλοκτονέω [ρήμα] φονεύομαι αμοιβαία # αλληλοσφάζομαι
αλληλοκτονία [η] αλληλοσπαραγμός # αλληλοσφαγή # αλληλοσφαγία # εμφύλιος πόλεμος
αλληλοκτόνος [επίθετο δικατάληκτο] αμοιβαία φονεύων # αίτιος αλληλοκτονίας
Αλμαντάριον
αλμαίνομαι [ρήμα παθητικό] γίνομαι αλμυρός # αλμυρίζω
αλματίας [ο] σπασμωδικός
άλμα [το] πήδος # άλμα # σφαδασμός # πήδημα # σπαρτάρισμα
Αλούργημα
αλούργημα [το] πορφυρό φόρεμα
Αμαχία
αμαχί [επίρρημα] αμαχητί # χωρίς μάχη
Ανακαινισμός
ανακαινισμός [ο] ανανέωση # αναμόρφωση # ανάπλαση # επισκευή # φρεσκάρισμα # ανακαίνιση
Ανάλατος
αναλακτίζω [ρήμα] κλοτσώ πίσω # απολακτίζω # περιφρονώ # απορρίπτω με καταφρόνηση # πετώ με τις κλοτσιές
αναλαμβάνω [ρήμα μέλλων αναλήψομαι - αόριστος β' ανέλαβον - παρακείμενος ανείληφα] σηκώνω # παίρνω επάνω μου # αναλαμβάνω # δεσμεύομαι # ευθύνομαι # αναδέχομαι # αναλαβαίνω # παίρνω στα χέρια μου # επιχειρώ # ξαναπαίρνω # ανακτώ # επανορθώνω # παίρνω με το μέρος μου # αναχαιτίζω # κρατώ # συνέρχομαι
ανάλαμψις [η] αναλαμπή # ανάλαμψη # λαμποκόπημα # λάμψη # ξαφνική λάμψη # φεγγοβολή # φλας # φωτοβολή # έκλαμψη
Ανατολάς
ανατόλιος [επίθετο τρικατάληκτο] ανατολικός # από την ανατολή # προς την ανατολή # της Ανατολής # ανατολίτικος
ανατολμάω [ρήμα] αναθαρρεύω # ξεθαρρεύω # αναθαρρώ
ανειδεότης
ανείδεος [επίθετο δικατάληκτο] άμορφος # αμορφοποίητος # άπλαστος # ασχημάτιστος # δύσμορφος # άσχημος
αντακαίος
αντακαίος [ο - βλέπε και ακκιπήσιος] οξύρρυγχος (ψάρι) # μερσίνι (ψάρι) # ξυρρούχι # μουρούνα
αντάρας
ανταράται [οι] συνωμότες
αντιπαγής
αντιπαγκρατιάζω [ρήμα] αγωνίζομαι στο παγκράτιο εναντίον κάποιου
αντιπαραβολή
αντιπαραβολή [η] αντιπαραβολή # αντιπαράθεση # παραβολή # σύγκριση # παράθεση # παραλληλισμός
αντιρροβίθα
αντίρροια [η] ενάντιο ρεύμα # παλίρροια
αντιρροπία [η] ροπή στην αντίθετη διεύθυνση # αντιστάθμιση # ισορροπία
αντίρροπον άγος άχθειν [έκφραση] να τηρήσω ισορροπία # να το υποφέρω
αντίρροπος [επίθετο δικατάληκτο] ρέπων στο αντίθετο μέρος # εξισορροπητικός # αντισταθμιστικός # ισόρροπος
αντίρρους [επίθετο δικατάληκτο] ο αντιθέτως ρέων # ρέων αντιθέτως
απαρεύνεια
απαρέγκλιτος [επίθετο δικατάληκτο] άκαμπτος # αμετάβλητος # έμμονος # σταθερός # αλύγιστος # αυστηρός
απαρεγχείρητος [επίθετο δικατάληκτο] απρόσβλητος # άμεμπτος # αδιαφιλονίκητος
απαρεμπόδιστος [επίθετο δικατάληκτο] ακώλυτος # ανεμπόδιστος # απαρεμπόδιστος # απρόσκοπτος # ασπέδιστος
απαρεμφάτος [επίθετο δικατάληκτο] μη προσδιορίζων επακριβώς # μη σαφώς δηλώνων
απαρεμφάτως [επίρρημα] χωρίς προσδιορισμό προσώπου
απαρένθετος [επίθετο δικατάληκτο] μη παρεντεθειμένος
απαρενθύμητος [επίθετο δικατάληκτο] στοχαζόμενος ακριβώς
απαρενόχλητος [επίθετο δικατάληκτο] μη ενοχλητικός # μη ενοχλούμενος # ατάρακτος # αδιατάρακτος # ανενόχλητος
απαρεξόδευτος [επίθετο δικατάληκτο] που δεν βγαίνει από το δρόμο του
απαρέσκομαι [ρήμα] δυσαρεστούμαι # ενοχλούμαι # στενοχωρούμαι # χολοσκάζω # δυσαρεστώ κάποιον
απαρέσκω [ρήμα] δεν αρέσω # δυσαρεστώ
απάρεστος [επίθετο δικατάληκτο] δυσάρεστος # οχληρός # χαλεπός # άσχημος
αρθρεκτομή
αρθρέμβολα [τα] όργανα που έβαζαν οι δήμιοι σε βασανιστήρια στις αρθρώσεις # ιατρικά όργανα ανάταξης εξαρθρωμένων μελών
αρθρεμβολέω [ρήμα] βάζω στη θέση του εξαρθρωμένο μέλος # ανατάσσω # συναρμολογώ # διαρθρώνω # αρθρώνω # αρμολογώ # δένω # μοντάρω # συναρθρώνω # συναρμόζω
αρθρέμβολος [επίθετο δικατάληκτο] παρεμβαλλόμενος στις αρθρώσεις # ο της συναρμολόγησης
αρνησίθεος
αρνησίθεος [επίθετο δικατάληκτο] αρνησίθεος # άθεος # αντίθεος # άπιστος
αρτηρίδιον
αρτηρία [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη artery - η γερμανική Arterie - η γαλλική artere - η ιταλική arteria (f)] αρτηρία # αορτή # πνευματικό αγγείο # λάρυγγας # τραχεία # αεροφόρο αγγείο # αεραντλία # δηλητήριο
αρτηριακός [επίθετο τρικατάληκτο] ο της αρτηρίας
βραχνός (για άνθρωπο) # βραχνιασμένος (για άνθρωπο)
αρτηριοτομία [η - Ιατρική] τραχειοτομία
αρτηριοτομέω [ρήμα - Ιατρική] κάνω τραχειοτομή
ατζέμικος
μίκης [ο] μικρολόγος # λεπτολόγος # ψείρας
μικίζομαι [ρήμα δωρικό] είμαι μικρός
μίκλα [η] κατσίκα
μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί [έκφραση] υπάρχει διαφθορά
μικραδικητής [ο] πράττων μικρές αδικίες
μικρέμπορος [ο] εμποράκος # μικρέμπορας # ψιλικατζής
μικροβασιλεία [η] μικρό βασίλειο
μικροβασίλειος [επίθετο τρικατάληκτο] ανήκων σε μικρό βασίλειο
μικροβασιλεύς [ο] μικρός βασιλιάς
μικρόβιος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει μικρή διάρκεια ζωής # βραχύβιος # λιγόζωος # μικρόβιος # ολιγόζωος # ολιγόχρονος # ταχυθάνατος
μικροβότρυς [ο και η] που έχει μικρά τσαμπιά (για αμπέλι)
μικρόβωλος [επίθετο δικατάληκτο - μεταγενέστερος τύπος] άγονος # λεπτόγαιος # λεπτόγειος
μικρογένεσις [η] μικρή γέννηση (απόκρυφο εκκλησιαστικό βιβλίο)
μικρογνωμοσύνη [η] μικρόνοια # στενοκεφαλιά # μικροψυχία # μικρότητα ψυχής # ολιγοψυχία # ευτέλεια ψυχής # μικροθυμία # μικροπρέπεια
μικρογραφέω [ρήμα] γράφω με βραχύ φωνήεν και ιδίως με όμικρον
μικρογραφία [η] γραφή λέξης με όμικρον αντί ωμέγα
μικρόδουλος [ο] μικρός δούλος # σκλαβάκι
μικροδύναμος [επίθετο δικατάληκτο - μεταγενέστερος τύπος] μικρός στη δύναμη
μικροθαύμαστος [επίθετο δικατάληκτο] θαυμάζων μικρά πράγματα
μικρόθεν [επίρρημα - βυζαντινός τύπος] από μικρή ηλικία # από την παιδική ηλικία
μικροθυμέω [ρήμα - βυζαντινός τύπος] σκέπτομαι μικρά
μικροθυμία [η] μικρόνοια # μικροψυχία # ευτέλεια ψυχής # μικρότητα # ολιγοψυχία # μικροπρέπεια
μικροκαλύβη [η] καλυβάκι # καλύβα
μικροκαμπής [επίθετο δικατάληκτο] λίγο κυρτός
μικροκίνδυνος [επίθετο δικατάληκτο] εκτιθέμενος σε κινδύνους για μικρά πράγματα # που αναλαμβάνει μικρούς κινδύνους
μικροκλέπτης [ο] κλέφτης μικρών πραγμάτων # μικροκλέφτης # κλεφτάκος # κλεφτρόνι # μικρολωποδύτης
μικρόκοσμος [ο] μικρός κόσμος # κόσμος εν μικρώ
μικρολεγής [επίθετο δικατάληκτο] που κοιμίζει για λίγο
μικρολογέω [ρήμα] μικρολογώ # ασημαντολογώ # λογαριάζω και το παραμικρό # λεπτολογώ # φέρομαι με μικροπρέπεια
μικρολογία [η] εμπλοκή σε λεπτομέρεια # λεπτολογία # ομιλία για πράγματα μικρά και ασήμαντα # προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες # μικροπρέπεια # αναξιοπρέπεια # φιλαργυρία # φιλονικία για μικρά πράγματα
μικρολόγος [επίθετο δικατάληκτο] μικρολόγος # ασημαντολόγος # λεπτολόγος # μικροπρεπής # σχολαστικός # ψείρας # φιλάργυρος # μικρόψυχος # γλίσχρος # ευτελής # μίζερος # τσιγκούνης # ψειριάρης
μικρολόγως [επίρρημα] με τσιγκουνιά # με λεπτολογία # με προσοχή στα μικρά και ασήμαντα
μικρόλυπος [επίθετο δικατάληκτο] λυπούμενος με το παραμικρό # μυγιάγγιχτος # εύθικτος # οξύθυμος
μικρομερής [επίθετο δικατάληκτο] αποτελούμενος από μικρά μέρη
μικρομετρέω [ρήμα] μετρώ με μικρό μέτρο # κλέβω στο μέτρημα
μικρόμισθος [ο και η] λαμβάνων μικρό μισθό # δραχμοσυντήρητος # μεροκαματιάρης # μισθοσυντήρητος
μικρόμματος [επίθετο δικατάληκτο] έχων μικρά μάτια
μικρόν απολείπω ποιείν τι [έκφραση] λίγο μου έμεινε για να κάνω κάτι
μικρόνοια [η - βυζαντινός τύπος] περιορισμένη νοητική ικανότητα # ολιγόνοια # στενοκεφαλιά
μικροπολιτεία [η] επαρχιωτισμός # καταγωγή από μικρή πόλη # μικρή πόλη
μικροπόνηρος [επίθετο δικατάληκτο] πονηρός σε μικρά πράγματα # μικροκατεργάρης
μικροπρέπεια [η] ευτέλεια # μικρότητα # συμπεριφορά μικροπρεπής # ευτέλεια του χαρακτήρα # αναξιοπρέπεια # χαμέρπεια
μικροπρεπής [επίθετο δικατάληκτο - λατινικά vilis] αναξιοπρεπής # ασήμαντος # γλίσχρος # ευτελής # χαμερπής # μίζερος # μικρολόγος # παρακατιανός
μικρός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής το αγγλικό πρόθεμα micro - και οι λέξεις microbe - microcline - microcosm - micron - micropyle - microscope - microphone - micrography - microsecond όπως επίσης και γαλλικές γερμανικές και ιταλικές με το πρόθεμα micro -] μικρός # κοντός # ανήλικος # λίγος # παραμικρός # μικροσκοπικός # βραχύς # σύντομος # ολιγοχρόνιος # ταπεινός # ανίσχυρος # ανεπαρκής
μικρόσοφος [επίθετο δικατάληκτο] σοφός στα μικρά
μικροτελεστής [ο] εκτελών μικρά πράγματα
μικροτοκιστής [ο] τοκιστής μικροποσών
μικροϋποκριτής [ο] μικρός υποκριτής
μικροφιλοτίμια [η] φιλοδοξία για μικρά πράγματα
μικτικώς [επίρρημα - λατινικά mistim] μίγδην # ανάκατα # τουρλού τουρλού # χύμα # άνω κάτω # συμμίγδην # φύρδην μίγδην
αχανά
αχανής [επίθετο δικατάληκτο] μη χάσκων # βουβός # άλαλος # χάσκων # χαίνων # ευρύς # απέραντος # αχανής
βάθυσμα
βάθυσμα [το] κοίλωμα # βαθούλωμα # βούλιαγμα # γούβα # γούβιασμα # εσοχή # κοιλότητα # σκαφίδιασμα
εισηγητήρια
εισηγητής [ο] εισηγούμενος # καθυποβάλλων # παραίτιος # παρακινητής # εισηγητής # εμπνευστής # προτείνων
καυκάσια
καυκάλιον [το - βλέπε και βαυκάλιον] αγγείο στενόλαιμο που όταν άδειαζε έβγαζε έναν ήχο # μπουκάλι
ξυλενόλη
ξυλευτής [ο - λατινικά lignator] ξυλοκόπος # προμηθεύων ξυλεία # ξυλουργός
οδαξησμός
οδαξησμός [ο] δάγκαμα # τσούξιμο # φαγούρα # σουβλιά # κνησμός # δάγκωμα # κνίδωση # ξυσμάρα # ξυσούρα
ολιγόπονος
ολιγοπόνος [επίθετο δικατάληκτο - λατινικά segnis] που κοπιάζει λίγο # φυγόπονος
οπισθοβασία
οπισθοβάμων [επίθετο δικατάληκτο] που περπατά προς τα πίσω # που περπατά σαν κάβουρας
οπισθοβατικός [επίθετο τρικατάληκτο] που βατεύει από πίσω
ορβίκλατον
κλαγγή [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη laugh - λατινικά clangor] κραυγή # οξύς ήχος # φωνή # άναρθρη φωνή # φλοίσβος # κρότος # θόρυβος # αντάρα # βαβούρα # βόμβος # κοσμοχαλασιά # νταβαντούρι # νταβατούρι # ντόρος # πανδαιμόνιο # πάταγος # σάλαγος # σαματάς # σούσουρο # ταραχή # φασαρία # χλαπαταγή
κλάγγω [ρήμα] γαβγίζω # φωνάζω # κραυγάζω # κράζω # ξεφωνίζω # αλαλάζω
κλαδαρός [επίθετο τρικατάληκτο - λατινικά ramalis] εύθραυστος # λιγωμένος από ηδονή # γλαρωμένος # ερωτόληπτος
κλαδάσσω [ρήμα] σείω # τραντάζω # δονώ # ταρακουνώ
κλαδευτήριος [επίθετο τρικατάληκτο - λατινικά putatorius] ο του κλαδέματος
κλάδιον [το - λατινικά ramulus] κλαδάκι # κλαδί # κλωναράκι # κλαράκι
κλαδούχος [επίθετο δικατάληκτο - Δωρικός τύπος της λέξης κλειδούχος] κλειδοκράτορας
κλαδώδης [επίθετο δικατάληκτο - λατινικά ramosus] έχων πολλούς κλάδους
Κλαζομεναί [αι] πόλη της Ιωνίας στο κόλπο της Σμύρνης
κλαίομαι [ρήμα] κλαίγομαι # κλαίω
κλαίουσα τέτηκα [έκφραση] έχω λιώσει στο κλάμα
κλαίω [ρήμα - λατινικά ploro] κλαίω # κλαίγω # μοιρολογώ # μπήγω τα κλάματα # μύρομαι # χύνω δάκρυα # θρηνώ # οδύρομαι
κλαρίον [το - δωρικός τύπος της λέξης κληρίον] μικρή κληρονομιά # χρεωστική ομολογία # ομόλογο # συναλλαγματική
κλάροισι θεοπροπέων [έκφραση] με κλήρους μαντεύων το θέλημα των θεών
κλαυθμηρός [επίθετο τρικατάληκτο] παραπονετικός # κλαψιάρικος # πένθιμος # θρηνητικός # λυπητερός
κλαυθμυρίζω [ρήμα] κάνω κάποιον να κλαίει # κλαίω σαν μωρό παιδί # κλαίω παραπονετικά και σιγανά # κλαψουρίζω # κλαουρίζω # κλαυθμυρίζω # κλαίω συνεχώς χαμηλά # μεμψιμοιρώ # παραπονιέμαι
κλαυσίμαχος [επίθετο δικατάληκτο - λογοπαίγνιο με το όνομα Λάμαχος] κλαίων εξ αιτίας της μάχης
κλαυστικός [επίθετο τρικατάληκτο - λατινικά flebilis] επιρρεπής στο κλάψιμο # κλαψιάρης # μεμψίμοιρος # παραπονιάρης # θρηνητικός
κλάω [ρήμα - μέλλων κλάσω & κλάσσω πθ αόριστος εκλάσθην - λατινικά frango] θραύω # λυγίζω και σπάζω # αποκόπτω # τσακίζω # σπάζω # κόβω # εξασθενώ # χαυνώνω # κλαδεύω # βλαστολογώ # εκθηλύνω # καθιστώ κάποιον θηλυπρεπή # λυγιέμαι # κουνιέμαι # κάνω νάζια
κλάων Μεγαριείς [αι] λιμώξεις
ορθόδοξος
ορθόδοξος [επίθετο δικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική λέξη orthodox] ορθόβουλος # συνετός # γνωστικός # μυαλωμένος # φρόνιμος # αυτός που έχει σωστή πίστη # που ακολουθεί τα καθιερωμένα ή την πρωταρχική μορφή θεωρίας ή δόγματος
παλουδίνη
πάλος [ο] ρίψιμο κλήρου # κλήρος # λαχνός
πανασιτία
πανασιτία [η] έλλειψη τροφής τέλεια
πανιασταί
πανιασταί [οι] λάτρεις του Πανός
περικτιόνη
περικτίονες [οι] γείτονες # περίοικοι # κοντοχωριανοί
πετηνίς
πετηνός [επίθετο τρικατάληκτο - λατινικά volucris] πετούμενος # πετάμενος # που πετάει
πικρολόγος
πικρολογία [η] πικρός λόγος # πικρία γλώσσας # σκληρή ομιλία
πρατομανία
πρατός [επίθετο τρικατάληκτο] πουλημένος # για πούλημα
πράτος [επίθετο τρικατάληκτο - δωρικός τύπος της λέξης "πρώτος"] πρώτος
προγόνιος
προγονικός [επίθετο τρικατάληκτο] προγονικός # αναφερόμενος στους προγόνους # προπατορικός # πατροπαράδοτος
προκαθήμενος
προκάθημαι [ρήμα] κάθομαι εμπρός # είμαι τοποθετημένος μπροστά # κατοικώ νωρίτερα από άλλους # προφυλάσσω # υπερασπίζω # προστατεύω # προασπίζω # προεδρεύω # κάθομαι σε τιμητική θέση
προλογικός
προλογισμός [ο] αναλογισμός πρωτύτερα # στοχασμός νωρίτερα
ρουμέλη
ρουσιώδης [επίθετο δικατάληκτο] κοκκινωπός # πυρρός # ξανθοκόκκινος
σαράντα
σαράβαλλα [τα] περικνημίδες # βράκες των Περσών
σάραβος [ο] μουνί # αιδοίο
σάραγος [ο] καθαριστής δρόμων
Σάραπις [ο] θεός των Αιγυπτίων
σάραπος [επίθετο δικατάληκτο] που σέρνει τα πόδια του
σαράκινον [το] αγγούρι (είδος)
σαρμάται
σάρμα [το] χάσμα # τρύπα της γης # βάραθρο # καταβόθρα εδαφική # σάρωμα # σκουπίδι # άμμος
σειρήνιος
Σειρηνίς [η] Σειρήνα # χάρη # γοητεία # θέλγητρο
σημύδα σλαβονικός σπληνορραγία σπογγοειδής στάβλον συμβία τήλεμος τιμολόγιον τριγλίς υλήεις υμέης υπερίημι υποπεζία φαλάκρα φάλακρα φανάρα φαράκλα
Γνωμονική Ακολουθία - νικολας γκρουεφσκι(2765)
ζελατινοβρωμιούχος
ζελάς [ο - διάλεκτος Θράκης] κρασί
κουτσουρεύω
κουτάλη [η] σκυτάλη
ρωποπωλέω
ρωποπωλέω [ρήμα] πουλώ ψιλικά # είμαι ψιλικατζής
ofis66
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου