Γνωμονική Ακολουθία – τσαιτγκαιστ (514)
Αβουλία
· αβουλία [η] ασκεψία # αστοχασιά # απερισκεψία # ασυνεσία # αφροσύνη # προχειρότητα
άβουμα
- αβουκόλητος [επίθετο δικατάληκτο] απαρατήρητος # αφανής # απεριποίητος
- αβουλεί [επίρρημα] απερίσκεπτα # αστόχαστα # αβούλως
- αβουλέω [ρήμα] δεν θέλω (υποδηλώνει άρνηση γενικώς)
- αβούλημα [το] αστόχαστο έργο
- αβουλής [επίθετο δικατάληκτο] ακούσιος # ανεπιθύμητος # δυσάρεστος # τυχαίος
- αβουλία [η] ασκεψία # αστοχασιά # απερισκεψία # ασυνεσία # αφροσύνη # προχειρότητα
- αβούλως [επίρρημα] απερίσκεπτα # αστόχαστα # κακόβουλα # κακοθελώς
- αβούτης [ο] στερημένος βοδιών # φτωχός