ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

«ος αν τα ονόματα ειδή, είσεται και τα πράγματα»
(«αυτός ο οποίος θα γνωρίσει-καταφέρνει να γνωρίζει τα ονόματα-την ορθότητα των ονομάτων-το αληθινό περιεχόμενο των όν-ομάτων, θα γνωρίσει-θα είναι σε θέση να αντιληφθεί-επιγνώσει και τα πράγματα-την αληθινή ρίζα-πηγή αίτιο-σκοπό της φύσεως των πραγμάτων-δηλαδή της αληθινής πραγματικότητος που τα δημιούργησε και τον σκοπό σκοπιμότητα που αυτά υπηρετούν) [πλάτωνος κρατύλος-περί ονομάτων] ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ου πάντα τοις πάσι ρητά.

Πυθαγόρας, 580-490 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος

δεν μπορούν να ειπωθούν όλα σε όλους

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Ε.Κ.Α.Μ.


Γνωμονική Ακολουθία – εκαμ (66)

Άγαλλα
  • αγαλλιάζομαι [ρήμα] χαίρω χαρά μεγάλη
  • αγαλλίασις [η] αγαλλίαση # αναγάλλια # ευφροσύνη # ευχαρίστηση # μεγάλη χαρά # τέρψη
  • αγαλλίασμα [το] δόξασμα
  • αγάλλομαι [ρήμα μέσο] μεγαλύνομαι # μεγαλοπιάνομαι # υπερηφανεύομαι # σεμνύνομαι # καμαρώνω # χαίρω # αγάλλομαι
  • αγάλλω [ρήμα - μέλλων αγαλλώ - αόριστος ήγηλα] αγλαΐζω # λαμπρύνω # στολίζω # τιμώ # πανηγυρίζω # κοσμώ # γιορτάζω
Αγάνζαβα
  • άγαν [επίρρημα] λίαν # πολύ # πάρα πολύ # υπερβολικά
  • άγαν θειασμώ προσκείμενος [έκφραση] πολύ προληπτικός
  • αγάνα [η - δωρική λέξη αντί σαγήνη] δίχτυ αλιείας ή κυνηγιού
  • αγανακτέω [ρήμα - μέλλων αγανακτήσω] αγανακτώ # δυσανασχετώ # είμαι θυμωμένος # ασχάλλω # βαρυγκωμώ # βαρυγνωμώ # δυσφορώ # στενοχωριέμαι # τσινώ # φουρκίζομαι # εξάπτομαι # παραφέρομαι # ριγώ # φρίσσω # βράζω # αναζυμούμαι
  • αγανάκτησις [η] αγανάκτηση # οργή # παραφορά # στενοχώρια # φούρκα # βαρυγκώμια # δεινοπάθηση # δυσανασχέτηση # δυσαρέσκεια έντονη # εξανάσταση # θυμός # θύμωμα # κατακραυγή # μήνις # ταλαιπωρία # πλάνταγμα # έξαψη # δυσφορία # φρένιασμα
  • αγανακτητέον [ρηματικό επίθετο του αγανακτέω] πρέπει να μας προκαλεί αγανάτηση
  • αγανακτητικός [επίθετο τρικατάληκτο] θυμώδης # ακράχολος # οργίλος # αψίθυμος # ευέξαπτος # παράφορος # οξύθυμος # αψύς # αψίχολος # ευερέθιστος # ευέξαπτος # νευρικός
  • αγανακτητός [επίθετο τρικατάληκτο] πρόξενος αγανάκτησης
  • αγανίζομαι [ρήμα] πραγματεύομαι # χρησιμοποιώ
  • άγανον [το] ξύλο ξερό έτοιμο να σπάσει # κλαδί που θέλει κλάδεμα
  • αγανόρειος [ποιητικό δωρικός τύπος του αγηνόρειος] υπερήφανος # πολύ αντρειωμένος # λεβέντικος # παλικαρίσιος
  • αγάνωρ [ποιητικό δωρικός τύπος του αγήνωρ] πολύ αντρικός # υπερήφανος # αγέρωχος
  • αγάνωτος [επίθετο δικατάληκτο] όχι γανωμένος # αγυάλιστος
Αζήν
  • αζηλία [η] έλλειψη ζήλιας # απλότητα # απλοϊκότητα # αφέλεια # ευπιστία # λιτότητα # φυσικότητα
  • άζηλος [επίθετο δικατάληκτο] που δεν ζηλεύει # που δεν τον ζηλεύουν # που δεν έχει κάτι να του ζηλέψουν # ασήμαντος # ανάξιος # μηδαμινός # τιποτένιος # κατώτερος
  • αζήμιος [επίθετο δικατάληκτο] ατιμώρητος # απαίδευτος # αβλαβής # αζημίωτος # αζήμιος # ακατάστρεπτος # άκακος # αγαθός # άδολος # άχολος # αθώος # καλός
  • αζήτητος [επίθετο δικατάληκτο] αδιερεύνητος # ανεξερεύνητος # ανεξέταστος # που δεν εξετάζει ή δεν εξετάζεται # αναπόδεικτος # ανεξακρίβωτος
  • αζηχής [επίθετο δικατάληκτο] συνεχής # αδιάκοπος # αδιάλειπτος # αδιάπαυστος # αδιάπτωτος # ακατάπαυστος # αμείωτος # ασταμάτητος # δεινός (κατ' άλλους) # τρομερός (κατ' άλλους)
Αιγιαλία
  • αιγιαλίτης [ο] κάτοικος της παραλίας # άνθρωπος που ζει κοντά στην ακτή
Αιέν
  • αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων [παροιμία] πάντα να αριστεύεις και να τους ξεπερνάς όλους
  • αιέν εν στήθεσι νόον πολυκέρδεα νωμών [έκφραση] σκεφτόμενος πάντα πολυκερδείς συλλογισμούς
Άλλαγα
  • αλλάγδην [επίρρημα] εναλλάξ # διαδοχικά # εκ περιτροπής
  • αλλαγή [η] μεταβολή # ανταλλαγή # μεταλλαγή # συναλλαγή # δοσοληψία
αμαθεί
  • αμάθεια [η] αγραμματοσύνη # αμορφωσιά # αμουσία # αναλφαβητισμός # ανεπιστημοσύνη # απαιδαγωγησία # απαιδευσία # ασοφία # ασχετοσύνη # αφιλομάθεια # αφιλομουσία # δοκησισοφία # εμπειρισμός # ημιμάθεια # κενοσοφία # άγνοια # απειρία
αμίδια
  • άμιλλα [η] συναγωνισμός # διαγωνισμός # ανταγωνισμός # συνερισιά # αντιζηλία # αντιμαχία # αντιμέτρηση # διαμάχη # διαπάλη # αγώνας
  • αμιλλάομαι [ρήμα] συναγωνίζομαι # συνερίζομαι # ανταγωνίζομαι # συνορίζομαι # αμιλλώμαι # αντιβγαίνω # αντιμετριέμαι # ξεσυνερίζομαι # αντιμετρούμαι # αντιμάχομαι # αντιπαλεύω # αντρανίζω # διαμάχομαι # παραβγαίνω # πολεμώ # φιλονικώ # φιλοτιμούμαι
  • άμιπποι πεζοί [έκφραση] πολεμιστές πεζοί ακόλουθοι των ιππέων
  • άμιππος [επίθετο δικατάληκτο] γρήγορος όσο και ένα άλογο
  • αμίς [η] καθίκι # δοχείο νυχτός # ουροδοχείο # σκάφος
  • αμισθί [επίρρημα] δωρεάν # τσάμπα # χάρισμα # χωρίς αμοιβή
  • αμισθία [η] μη λήψη μισθού
  • αμιστύλλευτος [επίθετο δικατάληκτο] ακομμάτιαστος
  • αμιτροχίτωνες [οι] αυτοί που φορούν θώρακα ή χιτώνα χωρίς ζώνη
  • αμιχθαλόεις [επίθετο τρικατάληκτο] ομιχλώδης # ακοινώνητος
ανάδι
  • αναδίδωμι [ρήμα] αναδίδω # αναδίνω # αποπνέω # αναπέμπω # αναφύω # προσφέρω # δίνω # διανέμω # διαμοιράζω # οπισθοδρομώ # παρακμάζω # παρέρχομαι # αναβιβάζω # επιστρέφω
  • αναδίπλωσις [η - εξ αυτής η αγγλική anadiplosis] ξαναδίπλωμα # επανάληψη # αναδιπλασιασμός # επαναδίπλωση # σύμπτυξη # αναδίπλωση # επανάληψη τελευταίας λέξης ή φράσης στίχου στον αμέσως επόμενο
ανθάδα
  • ανθαίρεσις [η] εκλογή αντί άλλου # διεκδίκηση # αμφισβήτηση # αξίωση # απαίτηση # διαμφισβήτηση # διαφιλονίκηση
  • ανθαλίσκομαι [ρήμα] κυριεύομαι με τη σειρά μου # πιάνομαι αφού έχω πιάσει # συλλαμβάνομαι με τη σειρά μου
  • ανθάπτομαι [ρήμα] αναμειγνύομαι # ανακατεύομαι # επεμβαίνω # επιχειρώ # επιλαμβάνομαι # πιάνω # προσβάλλω
  • ανθάρπαγμα [το] κάτι που έχει αρπαχτεί με τη σειρά του
  • ανθαρπάζω [ρήμα] αρπάζω και εγώ με τη σειρά μου (επειδή μου άρπαξαν)
βάβαξ
  • βάβαξ [ο] πολυλογάς # λάλος # φλύαρος # βακχευτής
βαδδείμ
  • βάδην [επίρρημα] κατά βήμα # σιγά - σιγά # αγάλι - αγάλι # με τα πόδια # περπατώντας # βαθμηδόν # σταδιακά
  • βάδην υπακούειν [έκφραση] προσέρχομαι σε προσκλητήριο με βηματισμό
  • βαδίζω επί [έκφραση - το επί δηλώνει το τέρμα της πορείας] πορεύομαι για
γενή
  • γενή [η] γένος # καταγωγή # πατρίδα # τόπος καταγωγής # γενεά # συγγένεια # σειρά # γενιά # πατριά # ράτσα # σειριά # σπορά # ρίζα # φάρα # φυλή # έθνος # χρονικό διάστημα 33 ετών # χρονικό διάστημα 25 ετών # γέννηση # ηλικία # απόγονοι
  • γενηίς [η] τσεκούρι # πελέκι # αξίνα
  • γενησόμενον [το] αποτέλεσμα
  • γενητός [επίθετο τρικατάληκτο] δημιουργηθείς # καμωμένος
γκεζάκι
  • σύνολο από ομόκεντρους κύκλους χαραγμένους στο έδαφος, οι οποίοι αποτελούν το στόχο στο παιχνίδι γκεζάκι.
δανία
  • δανά [τα] ξερά # καύσιμα ξύλα # ξύλα καλά για κάψιμο
  • δανάκη [η] μικρό Περσικό νόμισμα σαν τον οβολό # οβολός που τον έβαζαν στο στόμα του νεκρού για να πληρώσει τα ναύλα για το πέρασμα του Αχέροντα στο Χάρο
  • δανείσασθαι ες έργων αφορμήν [έκφραση] δανείζομαι για να κάνω κάποια δουλειά
δάξα
  • δαξασμός [ο] φαγούρα # τσούξιμο
ειάν
  • ειανός [επίθετο τρικατάληκτο] λεπτός # αραχνοΰφαντος # αραχνοκέντητος # αραχνοειδής # αραχνοκεντημένος
είμαι
  • ειμαρμένη [η] ειμαρμένη # γραφτό # μοίρα # πεπρωμένο # μοιρόγραφτο # ριζικό
  • ειμαρμένος [μετοχή του μείρομαι] αποφασισμένος από τις Μοίρες # μοιρόγραφτος
εκλαβή
  • εκλαβή [η] ληφθείσα ποσότητα

έξα
  • εξάβιβλος [επίθετο δικατάληκτο] αποτελούμενος από 6 βιβλία
  • εξάβραχυς [επίθετο δικατάληκτο] έχων έξι βραχείες συλλαβές
  • εξαγανακτέω [ρήμα] είμαι πολύ οργισμένος
  • εξάγγελος [ο] αγγελιαφόρος # αγγελιοφόρος # διαγγελέας # διάγγελος # εξάγγελος # μαντατοφόρος # μηνύτωρ # πρόσωπο αρχαίου θεάτρου που λέει αυτά που δεν βλέπουμε
  • εξαγγελτικός [επίθετο τρικατάληκτο] κατάλληλος να γνωστοποιήσει # εξάγγελων # προδίδων # προδοτικός
  • εξαγίζω [ρήμα] απομακρύνω κάποιον ως μιαρό (εναγή) # εξορίζω
  • εξάγιστος [επίθετο δικατάληκτο] καταραμένος # θεοκατάρατος # εναγής # αποτρόπαιος # ιερός # θρησκευτικός
  • εξαγκυλόω [ρήμα] βάζω στο ακόντιο ιμάντα και μέσα στον ιμάντα πιάνω
  • εξαγορασία [η] λύτρωση με πληρωμή λύτρων
  • εξαγορευτής [ο] διαλαλών # προδίδων # διαδίδων # διαλαλητής # κήρυκας # ντελάλης
  • εξαγριόω [ρήμα] κάνω άγριο # κάνω ν' αγριέψει # ερημώνω (για χώρα) # εξοργίζω # πικραίνω # εξαγριώνω # αγριεύω # αποθηριώνω # εκνευρίζω # εξεγείρω # εξερεθίζω # ερεθίζω # παροργίζω # τσατίζω # φουρκίζω
  • εξάγω [ρήμα] εξάγω # οδηγώ έξω # βγάζω # βγάζω το στρατό από το στρατόπεδο # εξορμώ # βγάζω κάποιον έξω για να τον σκοτώσω # σκοτώνω # βγάζω από τη μέση # αποχετεύω (νερό) # καθαρίζω με καθάρσιο # κάνω εξαγωγή προϊόντων # παράγω # προξενώ # αποσπώ # παρασύρω
  • εξάγω δάκρυ τινί [έκφραση] κάνω κάποιον να δακρύσει # συγκινώ κάποιον
  • εξάγω εαυτόν του βίου [έκφραση] αυτοκτονώ
  • εξάγω επ' οίκτον [έκφραση] κάνω κάποιον να με λυπηθεί
  • εξαγωγήν ποιείσθαι περί των αμφισβητουμένων [έκφραση] διαλύω τις έριδες
  • εξαγώνιος [επίθετο δικατάληκτο] μη ανήκων στον αγώνα # μη ανήκων στο πράγμα # εκτός αγώνος # εκτός θέματος # εκτός του σκοπού # άσχετος
  • εξάδελφος [ο] γιος αδελφού ή αδελφής # ανεψιός
  • εξαδιαφορέω [ρήμα] αδιαφορώ πλήρως # δεν δίνω δεκάρα τσακιστή # στάχτη και μπούλμπερη να γίνουν # τσιμέντο να γίνει # αγρόν ηγόρασα # αλλού βρέχει # ας πάει να κουρεύεται # δεν δίνω πεντάρα # δεν δίνω ένα παρά # δεν με αφορά # δεν με κόβει # δεν με νοιάζει # δεν πάει να κόψει το λαιμό του
  • εξαδιαφόρησις [η] αδιαφορία πλήρης
  • εξαδικός [επίθετο τρικατάληκτο] ο του αριθμού έξι
  • εξαθερίζω [ρήμα - επιτεταμένο του αθερίζω] παραμελώ πολύ # περιφρονώ πολύ # καταφρονώ πολύ # γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια # αδιαφορώ προσβλητικά # αποδοκιμάζω πολύ # φτύνω (μεταφορικά)
  • εξαθέρισις [η] καταφρόνηση # καταφρόνια # προσβλητική αδιαφορία # ταπείνωση # περιφρόνηση # σνομπάρισμα
  • εξαθεριστέον [ρηματικό επίθετο του εξαθερίζω] πρέπει να περιφρονήσουμε
  • εξαθετέω [ρήμα] απορρίπτω # δεν παραδέχομαι
  • έξαθλος [επίθετο δικατάληκτο] ανίκανος για αγώνα
  • εξαιμάσσω [ρήμα] ματώνω κάποιον πολύ # καταματώνω # καταπικραίνω
  • εξαιματίζω [ρήμα] βγάζω αίμα # ματώνω
  • εξαίνυμαι [ρήμα] αφαιρώ # βγάζω # φονεύω

ΣΤΑΜΑΤΑΩ ΕΔΩ ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ Η ΠΙΕΣΗ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΩ… ΑΝΘΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΣΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ!!!
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΛΕΙΠΑΜΕ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ, ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ!
ΦΤΟΥ ΣΑΣ ΡΕ................... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου