ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

«ος αν τα ονόματα ειδή, είσεται και τα πράγματα»
(«αυτός ο οποίος θα γνωρίσει-καταφέρνει να γνωρίζει τα ονόματα-την ορθότητα των ονομάτων-το αληθινό περιεχόμενο των όν-ομάτων, θα γνωρίσει-θα είναι σε θέση να αντιληφθεί-επιγνώσει και τα πράγματα-την αληθινή ρίζα-πηγή αίτιο-σκοπό της φύσεως των πραγμάτων-δηλαδή της αληθινής πραγματικότητος που τα δημιούργησε και τον σκοπό σκοπιμότητα που αυτά υπηρετούν) [πλάτωνος κρατύλος-περί ονομάτων] ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ου πάντα τοις πάσι ρητά.

Πυθαγόρας, 580-490 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος

δεν μπορούν να ειπωθούν όλα σε όλους

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Μικης Θεοδωρακης


Γνωμονική Ακολουθία - μικης θεοδωρακης (2419)


ανθρωποφαγέω διεψευσμένως κρυσταλλωτήριον ορθοφωτοσκόπιον πορρωτέρωθεν συνθεμιστεύω τρυφητιάω υψιτράχηλος φυγομαχέω φωτοληψία ψευδάνθρωπος

ανθρωποφαγέω
  • ανθρωποφαγέω [ρήμα] είμαι ανθρωποφάγος
διεψευσμένως
  • διεψευσμένως [επίρρημα] ψευδώς # με ψέματα # ψεύτικα
κρυσταλλωτήριον
  • κρυσταλλώδης [επίθετο δικατάληκτο] όμοιος με πάγο # παγετώδης # όμοιος με κρύσταλλο # διαφανής ως ο κρύσταλλος
ορθοφωτοσκόπιον
  • ορθοφρονέω [ρήμα - μεταγενέστερος τύπος] φρονώ ορθά # ορθοφρονώ # σκέφτομαι λογικά
  • ορθοφρόνως [επίρρημα] με ορθά φρονήματα
  • ορθόφρων [ο] αυτός που σκέφτεται λογικά
πορρωτέρωθεν
  • πορρωτέρωθεν [επίρρημα] ακόμα πιο μακριά
συνθεμιστεύω
  • συνθεμιστεύω [ρήμα] διέπω το δίκαιο συνάμα # είμαι δίκαιος συνάμα # προστατεύω το δίκαιο συνάμα
τρυφητιάω
  • τρυφητίας [ο] φιλήδονος # αισθησιακός # αφροδισιαστής # γαμιάς # γαμίκος
υψιτράχηλος
  • υψιτέλεστος [επίθετο δικατάληκτο] μυημένος στον ύψιστο βαθμό
  • υψιτενέω [ρήμα] τείνω στα ύψη # έχω ψηλό φρόνημα
  • υψιτένων [ο] που έχει ισχυρό λαιμό # περήφανος # αγέρωχος
  • υψίτυχος [επίθετο δικατάληκτο] έχων λαμπρή τύχη # τυχερός πολύ
φυγομαχέω
  • φυγομαχέω [ρήμα] αποφεύγω την μάχη
φωτοληψία
  • φωτοληψία [η] λήψη φωτός
ψευδάνθρωπος
  • ψευδάνθρωπος [ο] ψεύτικος άνθρωπος # υποκριτής # διπρόσωπος

Γνωμονική Ακολουθία - μικης θεοδωρακης (924) Επιλογές

φραγκικός
  • φράγδην [επίρρημα] ενόπλως # με κάλυψη σε οχυρή θέση
  • φράγμα [το] φράγμα # οχύρωμα # φραγμός # φράχτης # μαντρί # μάντρα # σκέπασμα
  • φραγμίτης [ο] ο του φράγματος # που φυτρώνει στους φράχτες
  • φραγμόω [ρήμα - βυζαντινός τύπος] περιφράσσω # περικλείω με φράχτη # κλείνω # περιτειχίζω # προφυλάσσω # φράζω # οχυρώνω # ασφαλίζω # πυκνώνω # συσσωρεύω
  • φραγμών [ο] φράχτης από αγκάθια
  • φράγνυμαι [ρήμα - σπάνιος τύπος] φράσσω
χοιρίδιον
  • χοιρίδιον [το] γουρουνάκι # γουρουνόπουλο
ωδόν
  • ωδοποιός [επίθετο δικατάληκτο - λατινικά cantor] ποιών ωδές # τραγουδοποιός # συνθέτης τραγουδιών
  • ωδός [ο και η - λατινικά cantor] αοιδός # άδων # τραγουδιστής # βάρδος # ραψωδός # ψάλτης # ποτήρι
φυγαδεία
  • φυγαδεία [η] φυγάδευση # εξορισμός # εξορία # φυγή # ομάδα φυγάδων
χητεία
  • χητεία [η] έλλειψη # στέρηση # ορφάνια # χηρεία
χαριάδης
  • χαριδότης [ο] αυτός που δίνει χαρά # χαροποιός
  • Χαριδώτης [ο] Ερμής # Βάκχος
  • χαρίεις [επίθετο τρικατάληκτο] χαριτωμένος # ευάρεστος # θελκτικός # κομψός # νόστιμος # ποθητός # έξυπνος # ευφυής # αστείος
  • χάριεν [επίρρημα] κομψά # με χάρη # ευγενικά
  • χαριεντίζομαι [ρήμα] μιλώ με χάρη # αστεΐζομαι χαριτωμένα # χωρατεύω # μιλώ σκωπτικά
  • χαριεργός [επίθετο δικατάληκτο] που χαίρει με τη καλή δουλειά
  • χαρίζομαι [ρήμα] κάνω χάρη # ευαρεστώ # ικανοποιώ # ευχαριστώ # φιλοδωρώ # δωρίζω # χαρίζω # αρέσω # είμαι αρεστός # είμαι ευνοϊκός
  • χάρις [η - εξ αυτής οι αγγλικές λέξεις eucharis - greedy - hortatory] χάρη # χάρισμα # θέλγητρο # προτέρημα # νοστιμάδα # ομορφιά # καλλονή # κάλλος # γλυκύτητα # ηδονή # τέρψη # ευχαρίστηση # απόλαυση # ικανοποίηση # ηδυγλωσσία # μειλιχιότητα # γοητεία # γούστο # εύνοια # ευμένεια # φιλοφροσύνη # ευγνωμοσύνη # ευχαριστία # ευεργέτημα # χατίρι # θεία χάρη
  • χάρισιν τον όχλον τιθασεύω [έκφραση] καταδαμάζω τον όχλο κάνοντας του τις χάρες
  • Χαριστήρια [τα] γιορτή με ευχαριστήριες θυσίες στις 12 Βοηδρομιώνος (27 Σεπτεμβρίου) # γιορτή έκφρασης ευχαριστιών στο Θεό # δοξολογία ευχαριστήρια
  • χαριτογλωττέω [ρήμα] τάζω λαγούς με πετραχήλια # μένω μόνο στα λόγια # ευφυολογώ # καλαμπουρίζω # ευθυμολογώ # μιλώ για να αρέσω # λέω εξυπνάδες # κολακεύω με γλυκά λόγια
  • χαριτοφύτευτος [επίθετο δικατάληκτο] φυτεμένος από τις Χάριτες # φυτεμένος με αγάπη για την ομορφιά
  • χαριτόφωνος [επίθετο δικατάληκτο] έχων ωραία φωνή # καλλίφωνος # γλυκόφωνος # γλυκύφωνος # αηδονόλαλος # αηδονόστομος
  • χαριτώνυμος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει όνομα παρμένο από τις Χάριτες
  • χαριτώπης [ο] που έχει γελαστό βλέμμα # που έχει χαριτωμένα μάτια # που έχει όμορφα μάτια
υπέρδεινος
  • υπέρδεινος [επίθετο δικατάληκτο] φοβερός πολύ # καταπληκτικός
ίδρυσις
  • ίδρυσις [η] ανέγερση ναού ή αγάλματος # θεμελίωση # κτίσιμο # μόνιμη κατοικία # ενδιαίτημα # έδρα
ιεραγέω
  • ιεράγγελος [επίθετο δικατάληκτο] αναγγέλλων τις γιορτές
  • ιεραγωγός [επίθετο δικατάληκτο] κουβαλών τα θύματα σε πομπή
ιεροθύσιον
  • ιεροθύσιον [το] ιερό θυσιαστήριο
καινουργός
  • καινουργός [επίθετο δικατάληκτο] καινούριος # φέρων κάτι νέο # καινοτόμος
κακοφραδής
  • κακοφραδής [επίθετο δικατάληκτο] κακώς βουλευόμενος # έχων κακούς σκοπούς # αστόχαστος
κατσαράτα
  • κατ' άκρας [επίρρημα] καθ' ολοκληρίαν # ολοκληρωτικά # σφοδρά
  • κατ' άκρας εξαιρώ [έκφραση] εκθεμελιώνω # ξεθεμελιώνω # αφανίζω # καταστρέφω ολοκληρωτικά
  • κατ' αξίαν [έκφραση] όπως αξίζει # όπως πρέπει
  • κατ' αποτομήν [επίρρημα] χωριστά
  • κατ' αριθμόν [έκφραση] με αριθμό
  • κατ' εμπορίαν [έκφραση] για εμπόριο
  • κατ' ενιαυτόν [έκφραση] κατ' έτος
  • κατ' εντελέχειαν [επίρρημα] πράγματι # αληθινά
  • κατ' εξοχήν [έκφραση] προ πάντων # εξόχως # εξαιρετικά
  • κατ' εξωλείας αυτού και του γένους και της οικίας διομείται [έκφραση] ορκίζεται να καταστραφεί ολότελα αυτός και το γένος του
  • κατ' επήρειαν [έκφραση] υπεροπτικά # απότομα # προς βλάβη # προς συκοφαντία
  • κατ' επίβασιν [έκφραση] βαθμηδόν
  • κατ' επιμέλειαν [έκφραση] επιμελώς # φροντισμένα
  • κατ' επίπτωσιν [επίρρημα] τυχαία # συμπτωματικά
  • κατ' επίταγμα [έκφραση] κατ' εντολή
  • κατ' επίταξιν [επίρρημα] κατ' εντολή
  • κατ' έπος [έκφραση] κατά λέξη
  • κατ' ήμαρ και κατ' ευφρόνην [έκφραση] τη μέρα και τη νύχτα
  • κατ' ισχύν [έκφραση] δια της βίας
  • κατ΄ ολίγον [έκφραση] λίγο - λίγο # βαθμηδόν
  • κατ΄ ορθόν [επίρρημα] σωστά # ορθά
  • κατά γης [έκφραση] κάτω από τη γη
  • κατά γλώσσαν γράφειν [έκφραση] γράφω σε ιδίωμα παλιό και ασυνήθιστο
  • κατά γνώμην την εμήν [έκφραση] κατά τη γνώμη μου
  • κατά γνώμην τινος [έκφραση] σύμφωνα με τη θέληση κάποιου
  • κατά γραφήν [έκφραση] σε διάγραμμα
  • κατά δαίμονα [έκφραση] τυχαίως # κατά τύχη
  • κατά δαίμονα και κατά συντυχίαν αγαθήν ήκεις [έκφραση] έφτασες τυχαία και σε καλή συγκυρία
  • καταβάτης [ο] στρατιώτης που κατεβαίνει και μάχεται από το άρμα και πεζός
  • κατάγειος [επίθετο δικατάληκτο] υπόγειος # υποχθόνιος # ευρισκόμενος κατά γης # επίγειος
  • καταδοκέομαι [ρήμα παθητικό] με θεωρούν ένοχο # με υποψιάζονται

Ο κατάλογος των λημμάτων είναι υπερβολικά μεγάλος και έστω και αυτή η μικρή προσέγγιση δίνει μερικώς την Εικόνα.
Θα πρέπει να έχετε υπόψην σας, ότι τέτοιου είδους αναρτήσεις σε λίγο καιρό θα καταργηθούν και θα διώκονται ποινικά.
Εμείς απαντάμε όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο γιατί θα δώσει μεγαλύτερη αξία στα γραφόμενα.   
Εύχομαι η Απολλώνια παιδεία του Πυθαγόρα να σας φανεί χρήσιμη στην αναζήτηση της αλη-θειας!!!

Ofis66

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου