ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

«ος αν τα ονόματα ειδή, είσεται και τα πράγματα»
(«αυτός ο οποίος θα γνωρίσει-καταφέρνει να γνωρίζει τα ονόματα-την ορθότητα των ονομάτων-το αληθινό περιεχόμενο των όν-ομάτων, θα γνωρίσει-θα είναι σε θέση να αντιληφθεί-επιγνώσει και τα πράγματα-την αληθινή ρίζα-πηγή αίτιο-σκοπό της φύσεως των πραγμάτων-δηλαδή της αληθινής πραγματικότητος που τα δημιούργησε και τον σκοπό σκοπιμότητα που αυτά υπηρετούν) [πλάτωνος κρατύλος-περί ονομάτων] ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ου πάντα τοις πάσι ρητά.

Πυθαγόρας, 580-490 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος

δεν μπορούν να ειπωθούν όλα σε όλους

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ Βουλευτής Μαγνησίας ΠΑΣΟΚ



Γνωμονική Ακολουθία - οδυσσεας βουδουρης(2334)

Ανεψύχητος
ανέψανος [επίθετο δικατάληκτο] δυσκολόβραστος

δυσλύτως
δύσλυτος [επίθετο δικατάληκτο] δύσκολος να λυθεί # αδιάλυτος # άλυτος

ευσχημάτιστος
ευσχημάτιστος [επίθετο δικατάληκτο] καλοφτιαγμένος # καλοκαμωμένος

πνευματοκινήτως
πνευματοκίνητος [επίθετο δικατάληκτο] κινούμενος από άνεμο # εμπνεόμενος από του Άγιο Πνεύμα

φωτιγγιστής
φωτιγγιστής [ο] αυλητής

φωτοχημεία
φωτοχυσία [η] φωτοχυσία # φωταψία # άφθονος φωτισμός

Γνωμονική Ακολουθία - οδυσσεας βουδουρης(1443)

Αβελτέρως
αβελτέρειος [επίθετο τρικατάληκτο] αβέλτερος # ανόητος # μωρός # άμυαλος
αβελτερία [η] βλακεία # ηλιθιότητα # μωρία
αβελτεροκόκκυξ [ο] αβέλτερος και κενός
αβέλτερος [επίθετο τρικατάληκτο] ανόητος # άμυαλος # μωρός # ηλίθιος # απαίδευτος
αβελτερόω [ρήμα] αποβλακώνω

Αιμοαραίωσις
αιμόβαπτος [επίθετο δικατάληκτο] αιμοβαφής # καταματωμένος # αιματοβαμμένος # αιματωμένος # αιμόφυρτος # αιματόβρεκτος
αιμοβαρής [επίθετο δικατάληκτο] βαρύς από το αίμα (που έχυσε)
αιμοβόρος [επίθετο δικατάληκτο] αιματοπότης # αιματόχαρος # αιμοδιψής # απάνθρωπος # σκληρός # αιμοβόρος
αιμοδαιτέω [ρήμα] τρώγω κρέας με το αίμα του
αιμοκουρίαι [αι - δωρική και βοιωτική έκφραση] μακαριά # νεκρόδειπνος # δείπνος παρηγοριάς μετά από κηδεία
αιμομίκτης [ο] που διαπράττει αιμομιξία
αιμομιξία [η] αιμομιξία # σαρκική συνεύρεση συγγενών από το ίδιο αίμα
αιμοπώτης [ο] αυτός που πίνει αίμα
αιμοχαρής [επίθετο δικατάληκτο] αιμοδιψής # αιμοβόρος # αιμοχαρής # διψασμένος για αίμα # που χαίρεται με το αίμα (των άλλων)
αιμόω [ρήμα] διψώ για αίμα

Ακηλίδωτος
ακηλίδωτος [επίθετο δικατάληκτο] αλέκιαστος # καθαρός # ακηλίδωτος # αμόλευτος # αβρόμιστος

Ακριβάνθρωπος
ακριβάζω [ρήμα] εξετάζω ακριβώς # πραγματεύομαι # ξέρω καλά κάτι # διαλαμβάνω # διεξέρχομαι # εξετάζω σε βάθος

Ακρομυώδη
ακριβαστής [ο] ακριβολόγος # ακριβής εξεταστής

Αλαφρόμυαλος (ΚΑΤΑ ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΒΟΛΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΛΕΞΑΡΙΘΜΟ ΤΥΧΑΙΟ; )
αλαβαρχέω [ρήμα] είμαι τελώνης
αλαβαστοθήκη [η] θήκη αλαβάστρινων δοχείων
αλαβήτης [ο] ψάρι του Νείλου
αλαζονεία [η] φαντασία # κομπασμός # καυχησιά # καύχηση # καύχος # κόμπος # μεγαλαυχία # μεγαληγορία # μεγαλορρημοσύνη # μεγαλοστομία # ξιπασιά # στόμφος # φανφαρονισμός # έπαρση # αγυρτεία
αλαζονίας [ο] φαντασμένος # καυχηματίας # καυχησιάρης # παινεσιάρης # επηρμένος # κομπαστής # κομπορρήμων # μεγάλαυχος # παλάβρας
αλαζονοχαυνοφλύαρος [επίθετο δικατάληκτο] σαχλός καυχησιάρης
αλαζών [ο και η] αλαζόνας # γαύρος # εγωιστής # επηρμένος # κομπαστής # μεγαλόφρων # ξεπαρμένος # ξιπασμένος # οιηματίας # πεφυσιωμένος # υπερφίαλος # υπερόπτης # ψηλομύτης # ακατάδεκτος
αλάθητος [επίθετο δικατάληκτο] ανεξαπάτητος # αγέλαστος # που δεν ξεγελιέται εύκολα
αλαθής [ο - δωρικός τύπος της λέξης αληθής] αληθής
αλαίνω [ρήμα] περιφέρομαι # περιπλανιέμαι # μαίνομαι # παραφρονώ
αλαλαγμός [ο] αλαλαγή # αλαλητό # αλαλητός # ιαχή # οχλοβοή # κραυγή πολεμική # ζητωκραύγασμα # ζητωκραυγή # θόρυβος
αλαλύκτημαι [ρήμα] περιπλανιέμαι # περιφέρομαι ανήσυχα # ανησυχώ # στενοχωρούμαι
αλάμπετος [επίθετο δικατάληκτο ποιητικό] σκοτεινός # αλαμπής # άδοξος # άσημος
αλαμπία [η] έλλειψη φωτός # έλλειψη λάμψης # σκοτεινιά # γνόφος # μαυρίλα # σκοτασμός # σκοτάδι # σκότος
αλαόν έλκος ομμάτων [έκφραση] πληγή που οδηγεί σε τύφλωση
αλαοσκοπία [η] τυφλή σκοπιά # απρόσεκτη επαγρύπνηση # αβλεψία στην κατασκόπευση
αλαοτόκος [επίθετο δικατάληκτο] που γεννά τυφλά νεογνά
αλαόω [ρήμα - μέλλων αλαόσω] τυφλώνω
αλαπαδνοσύνη [η] αδυναμία # ασθένεια # αχαμνάδα # καχεκτικότητα # ατονία
αλαπάζω [ρήμα] αδειάζω # εκκενώνω # κενώνω # εξαντλώ # διαρπάζω # καταβάλλω # καταστρέφω # ερημώνω # εξολοθρεύω # ξολοθρεύω # αφανίζω
αλασταίνω [ρήμα] χολοσκάζω # χολοσκάνω # στενοχωριέμαι # δυσαρεστούμαι # σκάζω # μισώ # αγανακτώ
αλαστορία [η] μιαρότητα # ανοσιουργία # αισχρούργημα # ατιμία # κακία # πονηριά
αλάστορος [επίθετο δικατάληκτο] μιαρός # άτιμος # αισχρός # αλιτήριος # πονηρός
άλαστος [επίθετο δικατάληκτο] αλησμόνητος # αξέχαστος # ανεξάλειπτος # ανυπόφορος # αβίωτος # απαράδεκτος # διαβολεμένος # δυσβάστακτος # μιαρός # καταραμένος # αλιτήριος # απεχθής # ειδεχθής # στυγερός
αλάστωρ [ο] εκδικητής # τιμωρός που δεν ξεχνά # ειδεχθής # απεχθής # εναγής # στυγερός # διώκτης # τύραννος # λυμεών # βάνδαλος # εξολοθρευτής # καταστροφέας
αλάστωρ [ο] εκδικητής # τιμωρός που δεν ξεχνά # ειδεχθής # απεχθής # εναγής # στυγερός # διώκτης # τύραννος # λυμεών # βάνδαλος # εξολοθρευτής # καταστροφέας
αλάτας [ο - δωρικός τύπος της λέξης αλήτης] αλήτης
αλατεία [η - δωρικός τύπος της λέξης αλητεία] αλητεία
αλαωπός [επίθετο δικατάληκτο] τυφλός # σκοτεινός

Αλυταρχία
αλυτάρχης [ο] αρχηγός της αστυνομίας των Ολυμπιακών Αγώνων

αμφιδοιάζω
αμφιδοξέω [ρήμα] προβληματίζομαι # αμφιταλαντεύομαι # αμφιβάλλω # αμφιρρέπω # λογαριάζω τα υπέρ και τα κατά # διστάζω # επαμφοτερίζω # κυμαίνομαι # διαφιλονικούμαι # είμαι υπό αμφισβήτηση
αμφίδορος [επίθετο δικατάληκτο] γδαρμένος τριγύρω

αναγγείωτος
αναγγέλλω [ρήμα] γνωστοποιώ # κηρύττω # αναγγέλνω # ανακοινώνω # ειδοποιώ # δημοσιοποιώ # εξαγγέλλω # κοινοποιώ # φέρνω νέα # φέρνω ειδήσεις # αγγέλλω
ανάγγελος [επίθετο δικατάληκτο] που δεν σώζεται ούτε αγγελιοφόρος (για μάχη) # άνευ αγγέλου # κάποιος που αναγγέλλει
ανάγγελτος [επίθετο δικατάληκτο] αγνωστοποίητος # αδημοσίευτος # που δεν αναγγέλλεται

αναπτυχία
ανάπτυχος [επίθετο δικατάληκτο] που μπορεί να ξεδιπλωθεί ή να ανοιχτεί ή να επεκταθεί # ξεδιπλωνόμενος # ανοικτός # ξεδίπλωτος

ανερπύζω
ανερπύζω [ρήμα] αναρριχιέμαι # σέρνομαι # αναρριχώμαι # σκαρφαλώνω

ανταποπάλλω
ανταποπάλλω [ρήμα - βυζαντινός τύπος] ξαποστέλνω αμοιβαίως # απωθώ αντιθέτως

απανιστάω
απανιστάω [ρήμα] σηκώνω και μετατοπίζω αλλού # μεταθέτω # αναγκάζω σε υποχώρηση

αποβροχισμός
αποβροχισμός [ο] δέσιμο του ανευρύσματος (ιατρική)

αριστοναύται
άριστον Αχαιών ουδέν έτισας [έκφραση] δεν τίμησες καθόλου τον άριστο των Αχαιών
αριστόνικος [επίθετο δικατάληκτο] παρέχων ένδοξη νίκη
αριστόνοος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει άριστες διαθέσεις # που έχει άριστη διάνοια

αριστοφιλίδης
αριστοφόνος [επίθετο δικατάληκτο] φονέας αρίστων
αριστοφυής [επίθετο δικατάληκτο] ο εκ φύσεως άριστος # άριστος από τη φύση του # αρίστης καταγωγής

αυτοβούς
αυτόβουλος [επίθετο δικατάληκτο] οικειοθελής # εθελοντικός # αυτοπροαίρετος # εθελούσιος # εκούσιος # εκών # θεληματικός # αυτοπροαίρετος # αυθόρμητος

αυτοπεποίθησις
αυτόπειρος [επίθετο δικατάληκτο] που γνωρίζει εξ ιδίας πείρας # αυτοπαθής

βουλαφόρος
βουλαφόρος [ο - δωρικός τύπος της λέξης βουληφόρος] βουλευτής
βουλαφόρος [επίθετο δικατάληκτο - δωρικός τύπος της λέξης βουληφόρος] συμβουλεύων # συμβουλευτικός # σκεπτικός # συνετός

βουπάμων
βουπάμων [επίθετο δικατάληκτο] πλούσιος σε βόδια # πλούσιος

βουποδίζω
βουποίητος [επίθετο δικατάληκτο] γεννηθείς από βόδια (ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΑΠΟ ΕΥΠΟΡΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ)

βούρραφος
βου - [πρόθεμα - επίσης συναίρεση του βοο -] πρόθεμα αχώριστο που σημαίνει κάτι μέγα και τερατώδες
βουάγορ [ο] αρχηγός αγέλης παιδιών στη Σπάρτη
βουβάλιον [το] άγριο αγγούρι # πικράγγουρο
βουβαλίς [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη bubal] βούβαλος
βουβάρας [ο] μέγας # χοντρός # αναίσθητος
βουβόσιον [το] βοσκή βοδιών # νομή βοδιών # κτηνοτροφία βοδιών (ΠΟΛΙΤΙΚΑ)
βούβοτος [επίθετο δικατάληκτο] που βοσκείται από βόδια (επίθετο της Ιθάκης) (ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ)
βούβρωστις [η] βουλιμία # μεγάλη πείνα # ανάγκη # θλίψη # λύπη # οδύνη
βουβών [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη bubo - η γερμανική Bubo - η γαλλική bubon - η ιταλική bubbone] ο μεταξύ μηρών και γεννητικών οργάνων τόπος # κάτω υπογάστριο # βουβώνας # πρησμένοι αδένες της βουβωνικής χώρας # αιδοίο (ΙΑΤΡΙΚΑ)
βουβωνιάω [ρήμα] υποφέρω από πρήξιμο στους βουβώνες # έχω πρήξιμο στους βουβώνες
βουβώνιον [το] φυτό γνωστό επίσης ως αστήρ Αττικός (κατάπλασμά του ανακουφίζει από τους πόνους του πρηξίματος των βουβώνων) (ΠΑΡΕ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ )
βουγάϊος [επίθετο δικατάληκτο] που χαίρεται υπερβολικά # μεγάλαυχος # αλαζόνας # επηρμένος # κομπαστής # ξεπαρμένος # ξιπασμένος # οιηματίας # ευήθης # βλάκας # αργοκίνητος
βουγέρων [ο] υπέργηρος # γεροκούσαλο # εσχατόγηρος # μαθουσάλας # μπαμπόγερος # σάψαλο
βουδύτης [ο] σεισοπυγίς # σουσουράδα # τσιλιβήθρα
βούκλεψ [ο] κλέφτης βοδιών (-ΒΟΔΙ- ΜΕΤΡΟΝ ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ)
βουκολέομαι [ρήμα μέσον και παθητικό] βόσκω # νέμομαι # ψευτογελώ # θέλγω # καταπραΰνω # απατώ # εξαπατώ # ξεγελιέμαι # κολακεύομαι
βουκολέω [ρήμα] βόσκω βόδια # φυλάω βόδια # βουκολώ # ανατρέφω (ανθρώπους)
βουκόλησις [η] βόσκηση # παρηγοριά # διασκέδαση # απάτη
βουκολητής [ο] απατεώνας
βουκολία [η] αγέλη βοδιών # στάβλος βοδιών # περιουσία
βουκολιάζω [ρήμα] τραγουδώ βουκολικά άσματα # συνθέτω βουκολικά άσματα
βουκόρυζος [επίθετο δικατάληκτο] πολύ μυξιάρης # αναίσθητος # κτήνος # βλακόμουτρο # μεγάλος βλάκας
βουλαίος [επίθετο τρικατάληκτο] νουθετικός # συμβουλευτικός # ο της βουλής # που έχει άγαλμα στη βουλή (για θεό)
βουλαπτερούν [το] το βουλόμενον άπτειν ρουν (αστεία παραγωγή της λέξης βλαβερός)
βουλαρχέω [ρήμα] είμαι πρώτος στη βουλή # είμαι πρόεδρος της βουλής
βούλαρχος [ο] άρχων (πρόεδρος) της βουλής # ο πρώτος επινοήσας σχέδιο # εισηγητής σχεδίου
βούλει φράσσω [έκφραση] θέλεις να σου πω
βούλει; [έκφραση] θέλεις να;
βουλεία [η] αξίωμα συμβούλου # αξίωμα και καθήκον βουλευτού
βουλείον [το] βουλευτήριο # δικαστήριο
βούλευμα [το] βούλευμα # απόφαση # ψήφισμα # σκοπός # σχέδιο
βουλευμάτιον [το] μικρό βούλευμα
βουλεύομαι [ρήμα μέσον - μέλλων βουλεύσομαι - αόριστος εβουλευσάμην & εβουλεύθην - παρακείμενος βεβούλευμαι] βουλεύομαι # σκέπτομαι # αποφασίζω # διανοούμαι # σκέπτομαι # μελετώ # διασκέπτομαι # συλλογίζομαι # συζητώ # σχεδιάζω # εφευρίσκω # αποφασίζω # φροντίζω
βουλεύου μέν βραδέως - επιτέλει δε ταχέως τα δόξαντα [παροιμία] να σκέφτεσαι πολύ πριν πάρεις μια απόφαση - να την εκτελείς όμως γρήγορα
βουλεύσεως δίκη [η] αγωγή κατά δόλιας εγγραφής στους οφειλέτες του δημοσίου
βούλευσις [η] σκέψη # επιβουλή # απόπειρα κατά της ζωής # δόλια εγγραφή στους οφειλέτες του δημοσίου
βουλευτήριος [επίθετο δικατάληκτο] βουλευτικός # νοήμων # φρόνιμος # συνετός # κατάλληλος να συμβουλεύει # ευφυής # έξυπνος
βουλευτικόν [το] νοημοσύνη # βουλή # οι βουλευτές # τα παρά την ορχήστρα θεωρεία των βουλευτών # ψήφισμα της βουλής
βουλεύω [ρήμα - μέλλων βουλεύσω - αόριστος εβούλευσα - παρακείμενος βεβούλευκα] βουλεύομαι # σκέπτομαι # διασκέπτομαι # διανοούμαι # συλλογίζομαι # ομοφωνώ # συμφωνώ (στη βουλή) # σχεδιάζω # μελετώ # αποφασίζω # συμβουλεύω # είμαι βουλευτής # συνεδριάζω στην βουλή # ανήκω στη βουλή των 500
βουλή εθέλεις περίιδμεναι άλλων [έκφραση] θέλεις να τους ξεπερνάς τους άλλους στις γνώσεις
βουλιμιακός [επίθετο τρικατάληκτο] πάσχων από βουλιμία

βρότραχος  γεωγραφικά γλιστρώ γλιχώ γλωσσίς διακωχή διισωτήρια δυσαπόληπτος δυσηνίαστος δωδεκάδελτος εικονοθραύστης ελέγχω επεξαμαρτάνω επιγεούχος επωνυμίην ευθυκράτης ευπρήων θεσμοθετέω ιεροσολυμίτης ινιοεπιστροφική καθυποβαίνω καθυποβάλλω καστανούσσα κατατάκω καταφαντός καψιοχάιικα κλειδωνιάβιστα κοσμητέω κουρελιάζω κτεατίζω κυματογαστήρ λαχανόπιττα λελογισμένως μάστραχας μελλητικώς μεσσόψηρον ξηροκοιτέω ομογενέτωρ παραλλάσσω παρηδύνω παχυκάλαμος περιαυλίζω περιφόρητος

ofis33

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου