Θεόδωρος Πάγκαλος
πετυχαίνω με δόλιο τρόπο
Γνωμονική Ακολουθία - Θεόδωρος πάγκαλος(2691)
Αντιπρόσωπος αυτομόρφωσις Αφούντωτος παρευτυχέω πολυχρώματος συσσιωπάω ταυτόφωνος χαυνόπρωκτος ψηφηφορέω
- αντιπρόσωπος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει στραμμένο το πρόσωπο του κάπου # αντιμέτωπος # τοποτηρητής
- αυτόμορφος [επίθετο δικατάληκτο] σχηματισμένος από μόνος του
- αφουσία [η] σκουριά του σίδερου
- παρευτυχέω [ρήμα] πετυχαίνω με δόλιο τρόπο
- πολυχρώματος [επίθετο δικατάληκτο] ποικιλόχρωμος # πολύχρωμος # διαποίκιλτος
- συσσιωπάω [ρήμα] σιωπώ και εγώ μαζί
- ταυτόφωνος [επίθετο δικατάληκτο] έχων την ίδια φωνή
- χαυνόπρωκτος [επίθετο δικατάληκτο] έχων πλατύ πρωκτό # κίναιδος # πούστης # ξεκωλιάρης
- ψηφηφορέω [ρήμα] αποφασίζω με ψηφοφορία # ψηφοφορώ # ψηφίζω # εκλέγω με ψηφοφορία
από Γνωμονική Ακολουθία - Θεόδωρος πάγκαλος (1028) ΕΠΙΛΟΓΕΣ
- πορνοσύνη [η] πορνεία # παράδοση έναντι αμοιβής για συνουσία # ιδιότητα πόρνης # ιεροδουλία # προαγωγεία # πουτανιά # μιγνύεσθαι μετά πορνών
- αρχαιρέσια [τα] εκλογή αρχόντων ή άλλων που πρόκειται να έχουν εξουσία
- αρχαιρεσιάζω [ρήμα] εκλέγω άρχοντες ή άλλους που πρόκειται να ασκήσουν εξουσία # ψηφοθηρώ # κυνηγώ τους ψήφους των πολιτών
- αρχαιρεσίαι [αι] εκλογή αρχόντων ή άλλων που πρόκειται να έχουν εξουσία
- αρχαιρεσιακός [επίθετο τρικατάληκτο] ο των αρχαιρεσιών
- αρχαιρεσιάρχης [ο] κομματάρχης # ηγέτης πολιτικού κόμματος
- βρέτας [το ~ - του βρέτεος - τα βρέτεα & βρέτη - των βρετέων - τοις βρετάεσσιν] ξύλινο είδωλο # ξύλινο άγαλμα # ξύλινη εικόνα # εικόνισμα # βλάκας # τάβλα
- επιτιμητής [ο] εκτιμητής # τιμωρός # τιμωρητής
- θετταλότμητον κρέας [το - κωμικό] μεγάλο κομμάτι κρέατος κατάλληλο για πεινασμένο Θεσσαλό
από Γνωμονική Ακολουθία - Θεόδωρος πάγκαλος (635) ΕΠΙΛΟΓΕΣ
- κληρονομέω [ρήμα] κληρονομώ # κληρονομιά λαμβάνω # είμαι κληρονόμος # κάνω κληρονόμο # κληροδοτώ # αφήνω κληρονόμο # μετέχω # συμμετέχω # επιτυγχάνω # απολαμβάνω
- ελληνοκοίτης [ο - βυζαντινός τύπος] που κοιμάται ερωτικά με συγγενικό του πρόσωπο
- ελληνοκοπέω [ρήμα] μιλώ κολακευτικά για τους Έλληνες θηρεύων την εύνοια τους # μιμούμαι ήθη Ελληνικά # ζητώ την εύνοια του λαού με κολακείες και ρητορείες
- νεκροπόλος [ο] πωλών τους νεκρούς
- πρόξενος [ο] πολίτης διορισμένος να υποδέχεται τους επισήμους ξένους της χώρας ή της πόλης του σε ξένη χώρα # τίτλος που απονέμεται σε ξένο ευεργέτη # αντιπρόσωπος ξένων # προξενικός πράκτορας # επιτετραμμένος ή πρέσβης ξένης πόλης
- πρόξενος [επίθετο δικατάληκτο] προξενών # παραίτιος # υπαίτιος # αίτιος # υπεύθυνος # υπέγγυος # υπόλογος
- πρόξενος [η] φιλοξενούσα # οικοδέσποινα
- κυδάσσω [ρήμα] δυσφημώ # κακολογώ # ονειδίζω # βρίζω # χλευάζω # ψέγω
ΑΥΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΑ ΠΙΟ ΒΑΡΙΑ ΠΑΓΚΑΛΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου