ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

«ος αν τα ονόματα ειδή, είσεται και τα πράγματα»
(«αυτός ο οποίος θα γνωρίσει-καταφέρνει να γνωρίζει τα ονόματα-την ορθότητα των ονομάτων-το αληθινό περιεχόμενο των όν-ομάτων, θα γνωρίσει-θα είναι σε θέση να αντιληφθεί-επιγνώσει και τα πράγματα-την αληθινή ρίζα-πηγή αίτιο-σκοπό της φύσεως των πραγμάτων-δηλαδή της αληθινής πραγματικότητος που τα δημιούργησε και τον σκοπό σκοπιμότητα που αυτά υπηρετούν) [πλάτωνος κρατύλος-περί ονομάτων] ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ου πάντα τοις πάσι ρητά.

Πυθαγόρας, 580-490 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος

δεν μπορούν να ειπωθούν όλα σε όλους

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Γνωμονική Ακολουθία - αμπτουλαριφ ντεντε (2242)


Το μεγαλείο της Ελληνικής Γλώσσας -Διαβάστε και εδώ και συγκρίνετε:
http://ofis66.blogspot.com/2011/04/blog-post_17.html

φέγγων με ψευδές φως/ τερατωδώς βάρβαρος


Γνωμονική Ακολουθία - αμπτουλαριφ ντεντε (2242)

αμφινωμάω
  • αμφινάω [ρήμα] ρέω ολόγυρα # περιρρέω
  • αμφινεικής [επίθετο δικατάληκτο] αμφισβητούμενος # διεκδικούμενος # διαμφισβητούμενος
  • αμφινέμομαι [ρήμα] βόσκω τριγύρω # κατοικώ τριγύρω # περιβάλλω
  • αμφινοέω [ρήμα] αμφιβάλλω # διστάζω # αμφιταλαντεύομαι
  • αμφίνοος [επίθετο δικατάληκτο] που βλέπει εκατέρωθεν
αντιφαντικώς
  • αντιφάνεια [η] αντιλάμπισμα # απαύγασμα # αστραποβόλημα # αίγλη # εκπομπή ακτίνων # λαμπηδόνα # λαμπύρισμα # λάμψη # μαρμαρυγή # σελαγισμός # σέλας # φεγγοβολή # φωτοβολή # φωτοβολία # φωτοβόλημα
αξιωματικώς
  • αξιωματικώς [επίρρημα - εξ αυτής η αγγλική λέξη axiomatically] χωρίς ανάγκη απόδειξης # δογματικά # με αυθάδεια
ασφάλτωσις
  • ασφάλτωσις [η] κατράμωμα
αφιλαύτως
  • αφίλαυτος [επίθετο δικατάληκτο] μη εγωιστής # μη εγωπαθής
βοτρυωτός
  • βοτρύδιον [το - υποκοριστικό της λέξης βότρυς] σταφυλάκι # σκουλαρικάκι
  • βοτρυδόν [επίρρημα] σε σχήμα τσαμπιού σταφυλιού # σαν τα σταφύλια
  • βοτρυηρός [επίθετο τρικατάληκτο] ο από τα σταφύλια
  • βοτρυηφόρος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει τσαμπιά
  • βοτρύϊον φυτόν [το] κλήμα
  • βοτρυΐτης λίθος [ο] μαργαριτάρι (είδος) {σχόλιο ΕΠΠΕΔΟ/ΒΑΘΜΟΣ}
  • βοτρυΐτις [η] ανθρακικός ψευδάργυρος
  • βοτρυόδωρος [επίθετο δικατάληκτο] που δωρίζει τσαμπιά με σταφύλια # οινοφόρος
  • βοτρυόεις [επίθετο τρικατάληκτο] γεμάτος σταφύλια
  • βοτρυόκοσμος [επίθετο δικατάληκτο] στολισμένος με τσαμπιά σταφύλια
  • βοτρυομήτωρ [η] μητέρα βοτρύων (άμπελος)
  • βοτρυόομαι [ρήμα] φυτρώνω τσαμπιά σταφύλια # σχηματίζω βότρυας
  • βοτρυοσταγής [επίθετο δικατάληκτο] που στάζει από τα σταφύλια (κρασί)
  • βοτρυοστέφανος [επίθετο δικατάληκτο] στεφανωμένος από τους βότρυας (από σταφύλια)
  • βότρυχος [ο] βόστρυχος # ξυλώδες μέρος του τσαμπιού # τσάμπουρο # τσαμπί χωρίς ρώγες{σχόλιο ΑΥΤΑ ΕΧΕΙ Η ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΗ}
βουρκώνω
  • βου - [πρόθεμα - επίσης συναίρεση του βοο -] πρόθεμα αχώριστο που σημαίνει κάτι μέγα και τερατώδες
  • βούα [η] αγέλη παιδιών στη Σπάρτη
  • βουάγορ [ο] αρχηγός αγέλης παιδιών στη Σπάρτη
  • βουβάλια [τα] βραχιόλια
  • βουβάλιον [το] άγριο αγγούρι # πικράγγουρο{σχόλιο ΖΩΩΔΗ ΕΝΣΤΙΚΤΑ }
  • βουβάλιον [το] γυναικείο αιδοίο # αιδοίο # μουνί
  • βουβαλίς [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη bubal] βούβαλος
  • βούβαλις [η] αντιλόπη αφρικανική (είδος)
  • βουβάρας [ο] μέγας # χοντρός # αναίσθητος
  • βουβόσιον [το] βοσκή βοδιών # νομή βοδιών # κτηνοτροφία βοδιών
  • βούβοσις [η - αρχαία λέξη] πολυφαγία
  • βουβότης [ο] βουκόλος # βοηλάτης # βοϊδολάτης # γελαδάρης
  • βούβοτος [επίθετο δικατάληκτο] που βοσκείται από βόδια (επίθετο της Ιθάκης)
  • βούβρωστις [η] βουλιμία # μεγάλη πείνα # ανάγκη # θλίψη # λύπη # οδύνη{σχόλιο ΚΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ!}
  • βουβών [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη bubo - η γερμανική Bubo - η γαλλική bubon - η ιταλική bubbone] ο μεταξύ μηρών και γεννητικών οργάνων τόπος # κάτω υπογάστριο # βουβώνας # πρησμένοι αδένες της βουβωνικής χώρας # αιδοίο{σχόλιο ΒΑΘΥΤΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ!}
  • βουβωνιάω [ρήμα] υποφέρω από πρήξιμο στους βουβώνες # έχω πρήξιμο στους βουβώνες
  • βουβωνοκηλικός [επίθετο τρικατάληκτο] πάσχων από βουβωνοκήλη # ο της βουβωνοκήλης

  • βουγάϊος [επίθετο δικατάληκτο] που χαίρεται υπερβολικά # μεγάλαυχος # αλαζόνας # επηρμένος # κομπαστής # ξεπαρμένος # ξιπασμένος # οιηματίας # ευήθης # βλάκας # αργοκίνητος
  • βουγενής [επίθετο δικατάληκτο] γεννηθείς από βόδι
  • βουγέρων [ο] υπέργηρος # γεροκούσαλο # εσχατόγηρος # μαθουσάλας # μπαμπόγερος # σάψαλο
  • βούγλωσσον [το - εξ αυτής η αγγλική λέξη bugloss] γλώσσα βοδιού (φυτό) # γλώσσα (ψάρι)
  • βούδιον [το] μικρό βόδι # μοσχάρι
  • βουδόκος [επίθετο δικατάληκτο] δεχόμενος βόδια
  • βουδόρος [επίθετο δικατάληκτο] που γδέρνει τα βόδια # που βασανίζει τα βόδια
  • βουδύτης [ο] σεισοπυγίς # σουσουράδα # τσιλιβήθρα
  • βουζύγειος [επίθετο τρικατάληκτο] ο του τρέφοντος τα ιερά βόδια των Ελευσίνιων μυστηρίων
  • βουζύγης [ο] αυτός που έζεψε για πρώτη φορά τα βόδια (επίθετο του Τριπτολέμου) # τρέφων τα ιερά βόδια των Ελευσινίων μυστηρίων
  • βουζύγιος (άροτος) [ο] γιορτή του θερισμού στην Αθήνα{σχόλιο ΟΧΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ, ΑΠΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΕ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΟΤΙ ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΠΑΝΤΑ ΠΕΦΤΟΥΝ!}
  • βουθερής [επίθετο δικατάληκτο] που έχει βοσκή στη διάρκεια του καλοκαιριού # που τρέφει πολλές φορές τα βόδια
  • βουθρέμμων [ο και η] τρέφων βόδια
  • βουθυσία [η] θυσία βοδιών
  • βουθυτέω [ρήμα] θυσιάζω βόδια # σφάζω βόδια # θυσιάζω{σχόλιο ΤΙ ΣΟΥ ΦΤΕΝΕ ΟΙ ΑΠΛΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ;}
  • βουκανάω [ρήμα] σαλπίζω
  • βουκάπηλος [ο] έμπορος βοδιών
  • βουκέραος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει κέρατα βοδιού
  • βούκλεψ [ο] κλέφτης βοδιών
  • βουκολέομαι [ρήμα μέσον και παθητικό] βόσκω # νέμομαι # ψευτογελώ # θέλγω # καταπραΰνω # απατώ # εξαπατώ # ξεγελιέμαι # κολακεύομαι
  • βουκολέω [ρήμα] βόσκω βόδια # φυλάω βόδια # βουκολώ # ανατρέφω (ανθρώπους)
  • βουκόλημα [το] θέλγητρο # παρηγοριά # καταπράυνση
  • βουκόλησις [η] βόσκηση # παρηγοριά # διασκέδαση # απάτη
  • βουκολητής [ο] απατεώνας
  • βουκολιάζω [ρήμα] τραγουδώ βουκολικά άσματα # συνθέτω βουκολικά άσματα
  • βουκολίνη [η] σεισοπυγίς # σουσουράδα
  • βουκόλος πτερόεις [ο] οίστρος # βοϊδόμυγα # αλογόμυγα
  • βουκόρυζα [η] σφοδρός κατάρρους της κεφαλής # γερό συνάχι
  • βουκόρυζος [επίθετο δικατάληκτο] πολύ μυξιάρης # αναίσθητος # κτήνος # βλακόμουτρο # μεγάλος βλάκας
  • βουλαίος [επίθετο τρικατάληκτο] νουθετικός # συμβουλευτικός # ο της βουλής # που έχει άγαλμα στη βουλή (για θεό)
  • βουλαπτερούν [το] το βουλόμενον άπτειν ρουν (αστεία παραγωγή της λέξης βλαβερός)
  • βουλαρχέω [ρήμα] είμαι πρώτος στη βουλή # είμαι πρόεδρος της βουλής
  • βούλαρχος [ο] άρχων (πρόεδρος) της βουλής # ο πρώτος επινοήσας σχέδιο # εισηγητής σχεδίου
  • βουλαφόρος [ο - δωρικός τύπος της λέξης βουληφόρος] βουλευτής
  • βουλαφόρος [επίθετο δικατάληκτο - δωρικός τύπος της λέξης βουληφόρος] συμβουλεύων # συμβουλευτικός # σκεπτικός # συνετός
  • βούλει φράσσω [έκφραση] θέλεις να σου πω
  • βούλει; [έκφραση] θέλεις να;
  • βουλεία [η] αξίωμα συμβούλου # αξίωμα και καθήκον βουλευτού
  • βουλείον [το] βουλευτήριο # δικαστήριο
  • βούλευμα [το] βούλευμα # απόφαση # ψήφισμα # σκοπός # σχέδιο
  • βουλευμάτιον [το] μικρό βούλευμα
  • βουλεύομαι [ρήμα μέσον - μέλλων βουλεύσομαι - αόριστος εβουλευσάμην & εβουλεύθην - παρακείμενος βεβούλευμαι] βουλεύομαι # σκέπτομαι # αποφασίζω # διανοούμαι # σκέπτομαι # μελετώ # διασκέπτομαι # συλλογίζομαι # συζητώ # σχεδιάζω # εφευρίσκω # αποφασίζω # φροντίζω
  • βουλεύου μέν βραδέως - επιτέλει δε ταχέως τα δόξαντα [παροιμία] να σκέφτεσαι πολύ πριν πάρεις μια απόφαση - να την εκτελείς όμως γρήγορα{σχόλιο ΝΑ ΤΟΝ ΒΑΖΕΤΕ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΠΟΛΥ!}
  • βουλεύσεως δίκη [η] αγωγή κατά δόλιας εγγραφής στους οφειλέτες του δημοσίου
  • βούλευσις [η] σκέψη # επιβουλή # απόπειρα κατά της ζωής # δόλια εγγραφή στους οφειλέτες του δημοσίου
  • βουλευτήριος [επίθετο δικατάληκτο] βουλευτικός # νοήμων # φρόνιμος # συνετός # κατάλληλος να συμβουλεύει # ευφυής # έξυπνος
  • βουλευτής [ο] σύμβουλος # βουλευτής (ένας από τους 500 της Αθήνας) # γερουσιαστής (στη Ρώμη) # συγκλητικός (στη Ρώμη)
  • βουλευτικός [επίθετο τρικατάληκτο] ανήκων στη βουλή ή το συμβούλιο # νοήμων # φρόνιμος # συνετός # κατάλληλος να συμβουλεύει # ευφυής # έξυπνος
  • βουλευτός [επίθετο τρικατάληκτο] συμβουλευμένος # περί του οποίου μπορεί να γίνει σκέψη και απόφαση # που μπορεί να έρθει σε σύσκεψη (για ζήτημα ή θέμα) # συζητούμενος # που βρίσκεται σε διάσκεψη (για ζήτημα)
  • βουλεύω [ρήμα - μέλλων βουλεύσω - αόριστος εβούλευσα - παρακείμενος βεβούλευκα] βουλεύομαι # σκέπτομαι # διασκέπτομαι # διανοούμαι # συλλογίζομαι # ομοφωνώ # συμφωνώ (στη βουλή) # σχεδιάζω # μελετώ # αποφασίζω # συμβουλεύω # είμαι βουλευτής # συνεδριάζω στην βουλή # ανήκω στη βουλή των 500
  • βουλή εθέλεις περίιδμεναι άλλων [έκφραση] θέλεις να τους ξεπερνάς τους άλλους στις γνώσεις
  • βουληγορία [η] δημηγορία ενώπιον της βουλής
  • βούλημα [το] θέλημα # θέληση # σκοπός
  • βουλητικός [επίθετο τρικατάληκτο] που ανήκει στο βούλεσθαι # που έχει την ικανότητα και τη δύναμη να βούλεται
  • βουλητόν [το] επιδιωκόμενος σκοπός
  • βουλιμία [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη bulimia - η γερμανική Bulimie - η γαλλική boulimie - η ιταλική bulimia] βουλιμία # ακόρεστη πείνα
  • βουλογραφία [η] καταγραφή των ψηφισμάτων της βουλής
  • βουλοκοπίδης [ο] αυτός που συνηθίζει να διακόπτει και να ταράζει συνέλευση βουλής # ταραξίας της βουλής
  • βούλομαι [ρήμα αποθετικό - παρατατικός εβουλόμην & ηβουλόμην - μέλλων βουλήσομαι & βουληθήσομαι - αόριστος εβουλήθην & ηβουλήθην - παρακείμενος βεβούλημαι] αποφασίζω ύστερα από σκέψη # θέλω # επιθυμώ # έχω επιθυμία # σκοπεύω # αποφαίνομαι υπέρ # σκοπώ # αποβλέπω # απαιτώ # διατάσσω # ισχυρίζομαι # προτιμώ # προκρίνω
  • βούλομαι ανταποπέρδειν προς τας βροντάς [έκφραση στον Αριστοφάνη] θέλω να κλάσω απανωτά σαν απάντηση στις βροντές{σχόλιο ΜΗ ΓΕΛΑΣΕΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΤΕΙΟ!}
  • βουλόμαχος [επίθετο δικατάληκτο] που αγαπά τις μάχες # φιλοπόλεμος
  • βουλόμενος [έκφραση] με το σκοπό να
  • βουλομένω μοι εστίν [έκφραση] ευαρεστούμαι{σχόλιο ΚΑΤΑΛΑΒΑΤΕ ΤΩΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΣΤΕΙΟ!}
  • βούπαις [ο] παλικαράκι # μεγάλο παιδί # που γεννήθηκε από τα βόδια (για τις μέλισσες που στο μύθο έγιναν από σαπισμένα βόδια)
  • βουπλάστης [ο] πλάστης βοδιών που είναι σαν αληθινά (επίθετο του γλύπτη Μύρωνα)
  • βουπρόσωπος [επίθετο δικατάληκτο] ο με πρόσωπο βοδιού
  • βούς [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη cow] αγελάδα # χαζή γυναίκα # γυναίκα
  • βούς [ο βους - του βοός ή βού - τον βούν ή βών ή βόα - οι βόες - των βοών ή βών - τοις βουσί ή βόεσσι ή βοσί - τους βόας ή βούς] βόδι # ταύρος # ασπίδα από βοϊδοτόμαρο # βοϊδοτόμαρο # βλάκας # ηλίθιος # ψάρι (είδος)
  • βούς άθυτος [έκφραση] βόδι ακατάλληλο για θυσία
  • βούς εν αυλίω [παροιμία] άχρηστος άνθρωπος # κηφήνας
  • βουστροφηδόν [επίρρημα - εξ αυτής η αγγλική λέξη boustrophedon] από αριστερά προς τα δεξιά και επιστροφή από τα δεξιά στα αριστερά (όπως γίνεται στο όργωμα)
  • βούτης φόνος [έκφραση] εκατόμβη
  • βούτραγος [ο] ζώο μυθικό μισό βόδι και μισό τράγος
  • βουτύρινος [επίθετο τρικατάληκτο] ο από βούτυρο
  • βούφθαλμος [ο] ψάρι (είδος)
  • βουφονέω [ρήμα] φονεύω βόδια # θυσιάζω βόδια

·        βουφόνος [ο] ιερέας του Διονύσου # πέλεκυς σφαγής βοδιών

  • βούφος [ο] μπούφος (πουλί)
βρωμοστυρόλιον
  • βρώμος [ο] βαρβατιά # βαρβατίλα # μυρουδιά κτηνών που βρίσκονται σε οργασμό
  • βρώμος [ο] καθετί που τρώγεται # τροφή # φαγητό
δυσδιάγνωστος
  • δυσδιάγνωστος [επίθετο δικατάληκτο] δυσδιάκριτος # αδιάκριτος # αδιόρατος
εκχυτρίζω
  • εκχυτρίζω [ρήμα] τρώω κατευθείαν από το τσουκάλι # βγάζω από τη χύτρα
θεοχολωσύνη
  • θεοχολωσύνη [η] οργή θεού # κατάρες
καταχώρισις
  • καταχωρισμός [ο] τοποθέτηση # κατάταξη # καταγραφή
κατεσκαυσμένως
  • κατεσκεμμένως [επίρρημα - μεταγενέστερος τύπος] με πολλή σκέψη
  • κατεσκευασμένη οικία [η] σπίτι που δεν του λείπει τίποτε
  • κατεσκληκώς [μετοχή παρακειμένου του κατασκέλλω] αποσκελετωμένος # αποστεωμένος
  • κατεσκολιωμένως [επίρρημα] στραβά πολύ
κρυσταλλολυχνία
  • κρυσταλλόπηκτος [επίθετο δικατάληκτο] παγωμένος ως κρύσταλλος # κρουσταλλιασμένος
  • κρυσταλλόω [ρήμα] κάνω κάτι να πήξει # κρυσταλλώνω # μεταβάλλω σε κρύσταλλο
κρυψοτάλαντος
  • κρύψορχις [ο] του οποίου οι όρχεις είναι κρυμμένοι εντός του σώματος καθώς των πτηνών
λεχώζω
  • λεχώ [η] λεχώνα # λεχούσα
  • λεχώιον [το] τόπος τοκετού # κρεβάτι
μηχανοτεχνίτης
  • μηχανοτευχέω [ρήμα] κατασκευάζω μηχανή
στασιαστικώς
  • στασιαστικός [επίθετο τρικατάληκτο] στασιαστικός # που έχει χαρακτήρα ανταρσίας # επαναστατικός # ριζοσπαστικός # ανταρτικός # αντάρτικος
στρατιωτάριον
  • στρατιώτης [ο] στρατιώτης # οπλίτης # πολεμιστής # εξ επαγγέλματος στρατιώτης # στρατεύσιμος # κληρωτός
  • στρατιωτικά (έργα ή πράγματα) [τα] τα σχετικά με τη ζωή και επάγγελμα του στρατιώτη # τα περί στρατού
  • στρατιωτική [η] φυτό μυριόφυλλο αλλιώς "χιλιόφυλλος στρατιώτης" achillea tomentosa
  • στρατιωτικόν (αργύριον) [τα] μισθοί των στρατιωτών
  • στρατιωτικόν λογιστήριον [το] γραφείο μισθοδοσίας στρατιωτικό
  • στρατιωτικός [επίθετο τρικατάληκτο] ο του στρατιώτη # ο του πολεμιστή # στρατεύσιμος # φιλοπόλεμος # πολεμικός
  • στρατιωτικώς [επίρρημα] όπως οι στρατιώτες # με πειθαρχία
συγκαταποντίζω
  • συγκαταποντόω [ρήμα] καταποντίζω ομού # βουλιάζω μαζί με άλλους # καταβυθίζω μαζί με άλλους # φουντάρω μαζί με άλλους
συλαγωγέω
  • συλαγωγέω [ρήμα] λαφυραγωγώ # διαρπάζω # λεηλατώ # διαγουμίζω # πλιατσικολογώ # κουρσεύω # σκυλεύω
συνταλαίπωρος
  • συνταλαίπωρος [επίθετο δικατάληκτο] ταλαίπωρος συνάμα
τυφλώδης
  • τυφλώδης [επίθετο δικατάληκτο] όμοιος με τυφλό # αμβλύς # σαν τυφλός
υπερθωμάζω
  • υπερθωμάζω [ρήμα] θαυμάζω πολύ # αποθαυμάζω πολύ # κοιτάζω με μεγάλη έκπληξη
φασκώλαρκτος
  • φάσκωλος [ο] πήρα # ταγάρι # σακούλι # σάκος
χορτόβωλος
  • χορτόβωλος [ο] βώλος χώματος με χορτάρι
ψευδοφαντασία
  • ψευδοφανής [επίθετο δικατάληκτο] φέγγων με ψευδές φως

Γνωμονική Ακολουθία - αμπτουλαριφ ντεντε (1386)

αγαλματοφόρος
  • αγαλματοφόρος [επίθετο δικατάληκτο] φέρων εικόνα ή μνήμη κάποιου (στην καρδιά)
αγριοφάσουλα
  • αγριοφάγοι [οι] τρώγοντες άγριους καρπούς
  • αγριοφανής [επίθετο δικατάληκτο] αγριωπός # αγριόμορφος
αδιάπτυκτος
  • αδιαπτωσία [η] αναμαρτησία # το αλάνθαστο
  • αδιάπτωτος [επίθετο δικατάληκτο] αλάνθαστος # αλάθητος # αναμάρτητος # άπταιστος # άσφαλτος # άμωμος # άμεμπτος # ανεπίληπτος # άσπιλος # άψογος
αδίχαστος
  • αδίχαστος [επίθετο δικατάληκτο] αδιχοτόμητος # αδιαίρετος
αθηνιώτης
  • αθηνιάω [ρήμα] λαχταρώ την Αθήνα
αιφνιδιαστικός
  • αιφνίδιος [επίθετο δικατάληκτο] αιφνίδιος # αναπάντεχος # απροσδόκητος # απότομος # ξαφνικός # άξαφνος
ακώνιτες
  • ακώνιστος [επίθετο δικατάληκτο] απίσσωτος
αλδευδαμμωνία
  • αλδήσκω [ρήμα] αυξάνομαι # ισχυροποιούμαι # αναπτύσσομαι # ευδοκιμώ # μεγαλώνω # προκόβω
αμφικύπελλος
  • αμφικύπελλον [το] διπλό κύπελλο ενωμένο με τις δύο βάσεις σε μία
αναδίπλωσις
  • αναδίπλωσις [η - εξ αυτής η αγγλική anadiplosis] ξαναδίπλωμα # επανάληψη # αναδιπλασιασμός # επαναδίπλωση # σύμπτυξη # αναδίπλωση # επανάληψη τελευταίας λέξης ή φράσης στίχου στον αμέσως επόμενο
ανασκευαστής
  • ανασκευαστικός [επίθετο τρικατάληκτο] καταστροφικός # ανατρεπτικός
ανετικώς
  • ανετικός [επίθετο τρικατάληκτο] χαλαρωτικός
ανθρακεύω
  • ανθρακεύω [ρήμα] ανθρακεύω # παράγω ξυλάνθρακες # κάνω κάρβουνα # απανθρακώνω # καρβουνιάζω # κατακαίω
αντιδάκτυλος
  • αντιδάκτυλος [ο] ανάπαιστος ~~ - # αντίστροφος δάκτυλος
αντιμοιρέω
  • αντιμοιρέω [ρήμα] παίρνω ανάλογο μερίδιο
απερύω
  • απερύω [ρήμα και μέσον] αποσπώ κόβοντας
απεστώ
  • απεστώ [η - Ιωνικός τύπος] απουσία # απομάκρυνση από την πατρίδα # ξενιτεμός # αποδημία # εκπατρισμός # μετανάστευση # μισεμός
αποδογματίζω
  • αποδοκιμάζω [ρήμα] απορρίπτω # απαξιώνω # αποσκορακίζω # αρνούμαι # αποδοκιμάζω # αποκηρύσσω # κατακρίνω # κριτικάρω # περιφρονώ # προγκάω # δεν εγκρίνω
  • αποδοκιμασία [η] απόρριψη # αποσκορακισμός # αποδοκιμασία
  • αποδοκιμαστέος [επίθετο τρικατάληκτο] που πρέπει να αποδοκιμαστεί
  • αποδόκιμος [επίθετο δικατάληκτο] αδόκιμος # κακός # δύσχρηστος # τιποτένιος # ουτιδανός # ποταπός
  • αποδοξάζω [ρήμα] προσάπτω κακή φήμη ή όνομα # δυσφημώ # κακοσυσταίνω # διαβάλλω # δυσφημίζω # καταλαλώ # συκοφαντώ
  • άποδος [η - Ιωνικός τύπος της λέξης άφοδος] αναχώρηση # απέλευση # θάνατος # οπισθοχώρηση # επάνοδος # επιστροφή # κένωση του εντέρου # αφόδευμα # περίττωμα # σκατό # αφοδευτήριο # απόπατος # αποχωρητήριο
  • απόδουλος [ο - μεταγενέστερος τύπος] πρόσωπο που κατάγεται από δούλους
  • αποδοχεύς [ο] ταμίας # εισπράκτορας
  • αποδοχμόω [ρήμα] λυγίζω προς τα πίσω ή τα πλάγια
αποκλέπτω
  • αποκλέπτω [ρήμα] κλέβω
αποψεσινός
  • αποψεύδομαι [ρήμα] ψεύδομαι # απατώμαι # διαψεύδομαι
απραγμαμόνως
  • απραγμάτευτος [επίθετο δικατάληκτο] ακατανίκητος # ανυπότακτος # ανοικονόμητος # ο χωρίς εμπορικές συναλλαγές # εύκολος # ο χωρίς κόπους # ατεχνίτευτος # απέριττος
απρονόμευτος
  • απρονόμευτος [επίθετο δικατάληκτο] μη αρπαγμένος από εχθρικές επιδρομές
αρχεδέατρος
  • αρχεδίκης [ο] νόμιμος κύριος # ο από την αρχή ιδιοκτήτης
ασυμμετρικός
  • ασυμμετρία [η - εξ αυτής η αγγλική λέξη asymmetry - γερμανική Asymmetrie f - ιταλική asimmetria (f) - η γαλλική asymetrie] δυσαναλογία # ασυμμετρία
αυτογραφία
  • αυτογραφέω [ρήμα] αυτός γράφω
  • αυτόγραφον [το - εξ αυτής η αγγλική λέξη autograph - γαλλικά autographe (le) - γερμανικά Autograph n - ιταλικά autografo (m)] ιδιόχειρο γραπτό
  • αυτόγραφος [επίθετο δικατάληκτο] γραμμένος από εμένα τον ίδιο # ιδιόχειρος
αφυλετικόν
  • αφυλακτέω [ρήμα] ρίχνω γαβγίζοντας # προσέχω # δεν προφυλάγομαι
  • αφύλακτος [επίθετο δικατάληκτο] αφύλακτος # αφρούρητος # ανεπιτήρητος # απρόσεκτος # άφευκτος # αναπόφευκτος # από τον οποίο δεν μπορείς να προφυλαχθείς
  • αφυλαξία [η] έλλειψη προφύλαξης # απροσεξία
  • αφυλίζω [ρήμα] καθαρίζω από τη λάσπη # διηθώ # διυλίζω # στραγγίζω # φιλτράρω
  • αφύλλωτος [επίθετο δικατάληκτο] άφυλλος # άδενδρος
  • άφυλος [επίθετο δικατάληκτο] ο χωρίς συγγενείς
βιδωτός
  •  
βοθρεύω βουλγαροκτόνος γαλατσώνα γαστρορραφία γιγαντοφθόρος γογγρύζω γοητευτικός δαμοσιοφύλαξ δαφνοπόταμος διακεκλασμένως διευθυντής διονυσοδότης δροσώδης εγκυβερνάω εκκάλυψις εκρηγνύω εκφαίνω εμπηγνύω εμφιαλώ ενστερνομάντιες εντυχικά ενωτάριον εξάπλωσις εξομματόω εξπιλάτωρ επαφώ επικνάμπτω επιπταίρω επισύσπασις επωνυμία ερράπτω εστιάχος εσχάτιος ευάρμοστος ευάφορμος ευεπέκτατος ευρώπα ευτροφία ευφημητέον
εφικάνω ηλικιώτης ηπατόζωον θορυβέω θρυλλίζω ιπποκένταυρος ιωδυδρίνη κατακλώθες καταπορθέω κατενώπιον κεραμωτόν κεφαλοτρόκος λεμφοβλάστης λευχαιμικός
  • λευχηπατίας [ο] έχων λευκό συκώτι # δειλός # βλάκας
μαντιπολέω μαριλεύω μεμεασμένως μέστωμα μεταπυριτικόν μετεισέρχομαι μηλωτής μπισυκλέττα ξυγγόπουλος ορχηστήρ οχληρότης παλιμπόρευτος παναθέσμως παντολέων παρασπονδώ περιδροσίζω περιιάπτω περίκαυστος περιουσιασμός περιπταίω περισαρκόω περισκυλακισμός περισπαίρω περιτάμνω περίφρακτος προκαταγωγή προκαταθέω προπερικαθαίρω προσεμπαίω προσερεθίζω προσεταιρισμός προσυντείνομαι σειριόκαυτος σκαρδαμυκτικός συμψέλια συνεκκρούομαι συνεπιφθέγγομαι συσσέπαλος σχισμογενής ταυροπάρθενος ταυτόζηλος τετράζυγος τετράτομος τρισκαιδεκάμετρος υδρόσφαιρα υπερασπισμός υπεραστικός υπερτασικός υπερώα υφαντείον υφάντειον υψιμέλας φενακιστικός φρενιτίασις
χειρόμαντις
  • χειρόμαντις [ο και η] χειρομάντης # μάντης που διαβάζει το χέρι{σχόλιο ΕΔΩ ΓΕΛΑΜΕ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΑΓΕ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕ!}
 ψευδαινείας
  • ψευδαιολικός [επίθετο τρικατάληκτο] ψευδής αιολικός
 ωμοβάρβαρος
  • ωμοβάρβαρος [επίθετο δικατάληκτο] τερατωδώς βάρβαρος

Γνωμονική Ακολουθία - αμπτουλαριφ ντεντε (3628)

Εάν θέλετε περισσότερα απλά στείλτε μου μήνυμα

 
Σημ. Το γράμμα Ν και το Σ από το ονοματεπώνυμο απουσιάζει σκόπιμα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου