ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

«ος αν τα ονόματα ειδή, είσεται και τα πράγματα»
(«αυτός ο οποίος θα γνωρίσει-καταφέρνει να γνωρίζει τα ονόματα-την ορθότητα των ονομάτων-το αληθινό περιεχόμενο των όν-ομάτων, θα γνωρίσει-θα είναι σε θέση να αντιληφθεί-επιγνώσει και τα πράγματα-την αληθινή ρίζα-πηγή αίτιο-σκοπό της φύσεως των πραγμάτων-δηλαδή της αληθινής πραγματικότητος που τα δημιούργησε και τον σκοπό σκοπιμότητα που αυτά υπηρετούν) [πλάτωνος κρατύλος-περί ονομάτων] ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ου πάντα τοις πάσι ρητά.

Πυθαγόρας, 580-490 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος

δεν μπορούν να ειπωθούν όλα σε όλους

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Δείτε τι μπορεί να κρύβει ένα ψευδώνυμο στο διαδυκτιο


Αγαυριάομαι
αγαυρίαμα [το] αυθάδεια # υπεροψία # αλαζονεία # έπαρμα


αγένητος
αγένητος [επίθετο δικατάληκτο] αγίνωτος # ακάμωτος # αγέννητος # ανύπαρκτος

αγήσανδρος
αγής [επίθετο δικατάληκτο έχει δύο σημασίες αντίθετες μεταξύ τους και κατ' άλλους και τρίτη που σημαίνει κυκλοτερής] εναγής # ανόσιος # αχρείος # βέβηλος # μαγαρισμένος # μολυσμένος # μιαρός # επικατάρατος # ευαγής # αγνός # λαμπρός # καθαρός # περιαγής # κυκλοτερής
αγησίχορος [επίθετο δικατάληκτο] χορηγός # ηγούμενος του χορού
    αγριελήσιος
    αγριελαία [η] αγριελιά # αγριοληά # άγρια ελιά {θα τον λέγαμε και τσομπάνη η από πιο βουνό κατεβηκες η μάθανε τα τούβλα και σφυρανε μόνα τους}


    αγριοσάλακας
    άγριος [επίθετο τρικατάληκτο] αγροτικός # όχι ήμερος # άγριος # ακαλλιέργητος # αυτοφυής # ανήμερος # θηριώδης # ορμητικός # μανιώδης # κακοήθης (ιατρική)
    αγριοσίκυον [το] αγριάγγουρο # πικράγγουρο
    αγριοσυκή [η] αγριοσυκιά 
      αειδράστεια
      αειδής [επίθετο δικατάληκτο] δυσειδής # δύσμορφος # κακόμορφος # κακόσχημος # κακοφτιαγμένος # παρασούσουμος # στραβοχυμένος # άσχημος # άμορφος # ασώματος # άυλος # άγνωστος # αόρατος # που δεν βλέπεται (από την ασχήμια) {μόνο έτσι δικαιολογείται η κοπλεξικοτητα του}
      αειδία [η] ασχήμια # ασκημάδα # ασκημιά # ασκήμια # ασχημία # δυσμορφία # παραμόρφωση
      αειδίνητος [επίθετο δικατάληκτο] αιωνίως στροβιλιζόμενος
      αεϊδόςδε [επίρρημα] στο βασίλειο του Άδη
      αείδω [ρήμα ποιητικός και ιωνικός τύπος της λέξης άδω] ψάλλω # μέλπω # μελωδώ # τραγουδώ # κελαηδώ # κράζω # βουίζω # εξυμνώ # ανυμνώ # γλυκοτραγουδώ # εγκωμιάζω # ευλογώ # υμνώ # ψαλμωδώ # ψέλνω
        αιματόεις
        αιματόεις [επίθετο τρικατάληκτο] πλήρης αίματος # ματωμένος # κόκκινος σαν αίμα


        αιματοκαλλιέργεια
        • αιματολοιχός [επίθετο δικατάληκτο] που γλείφει αίμα # φονικός # ο του φονιά {δολοφόνος τρισκατάρατος ΑΛΚΟΛ ΚΑΙ ΟΔΗΓΗΣΗ ΔΕΝ ΠΑΝΕ ΜΑΖΙ}
        • αιματοποιητικός [επίθετο τρικατάληκτο] αιματογόνος # που μεταβάλλει σε αίμα
        • αιματοπώτης [ο] αυτός που πίνει αίμα
        • αιματοστεγής [επίθετο δικατάληκτο] αιμοσταγής # αιμόφυρτος # που στάζει αίμα
        • αιματόφυρτος [επίθετο δικατάληκτο] αιματόφυρτος # αιματοβαμμένος # αιματηρός # αιματοβαφής
        • αιματοχαρής [επίθετο δικατάληκτο] αιμοχαρής # αιμοδιψής # κακούργος # μακελάρης # αιμοβόρος
        ακέστρια
        ακέστρια [η] μοδίστρα # μπαλωματού


        ακέφαλοι
        ακέφαλος [επίθετο δικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική acephalous - η ιταλική acefalo] ακόρυφος # ακυβέρνητος # ατελής # ατελειοποίητος # ελλιπής # στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων (στην Αθήνα)


        ακήλητος
        ακήλητος [επίθετο δικατάληκτο] άθελκτος # αμάγευτος # ασαγήνευτος # άκαμπτος # αδυσώπητος # σκληρός


        αλεπούνα
        αλέπιστος [επίθετο δικατάληκτο] ο χωρίς λέπια # που δεν του έχουν ξύσει τα λέπια # αξεφλούδητος


        αλετράς
        αλετρίς [η] δούλη που αλέθει


        αμπατζής
        αμπαύω [ρήμα ποιητικό αντί αναπαύω] σχολάζω # σκολάζω # αποσχολάζω # σχολνώ # σταματώ # ξεκουράζω # φονεύω


        απελίτσια
        απελασία [η] διώξιμο # αποδιωγμός # αποπομπή # εκδίωξη # εξοβελισμός # καταδίωξη # κυνηγητό # απέλαση # εκπατρισμός # εκτοπισμός # εκτόπιση # εξορισμός # εξοστρακισμός # εξορία # οστρακισμός { ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ!!!}
        απέλασις [η] απέλαση # εκπατρισμός # εκτοπισμός # εκτόπιση # εξορισμός # εξοστρακισμός # αποπομπή # εξορία # οστρακισμός # διώξιμο
        απέλαστος [επίθετο δικατάληκτο] απρόσιτος # απροσπέλαστος # απροσέγγιστος # απροσήγορος # απρόσβατος # δυσπρόσιτος # απλησίαστος
        απελατέος [ρηματικό επίθετο του απελαύνω] που πρέπει να απελαθεί
        απελαύνω [ρήμα - μέλλων απελάσω και απελώ
        παρακείμενος απελήλακα - πρστ. απέλα] απελαύνω # διώχνω έξω από τα σύνορα # εξορίζω # αποδιώκω # εκδιώκω # αποκλείω # αφήνω έξω # φέρνω μακριά # αναχωρώ # φεύγω έφιππος ή πάνω σε αμάξι
        απελέκητος [επίθετο δικατάληκτο] απελέκητος # αλάξευτος # άξεστος # τραχύς
        απελευθεριώτης [ο] δούλος που ελευθερώθηκε
        απέλευσις [η] αποχώρηση
        απελήλατο της φροντίδος [έκφραση] ήταν πολύ μακριά από κάθε φροντίδα {ΑΤΙΜΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ}
        άπελπτος [επίθετο δικατάληκτο - παράβαλε και άελπτος] απροσδόκητος # απελπισμένος # απεγνωσμένος # απογοητευμένος # αποθαρρυμένος # αποκαρδιωμένος # απονενοημένος # άπελπις
        απέλλαι [αι] εκκλησίες # αρχαιρεσίες {ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΕΔΩ???}
        απελλόν [το] μαύρη λεύκα # καβάκι
        άπελος [το] ανοιχτή πληγή
        απελπίζω [ρήμα - μέλλων απελπίσω και απελπιώ - παρακείμενος απήλπικα] απελπίζω # αποφασίζω κάποιον άρρωστο # στερώ την ελπίδα από κάποιον # απελπίζομαι # ελπίζω κάτι από κάποιον
        απελπισμός [ο] απελπισμός # απελπισία # αποθάρρυνση # αποκάρδιωση
        απελπιστέον [ρηματικό επίθετο του απελπίζω] που πρέπει να στερήσουμε τις ελπίδες
          όρκωμα
          όρκωμα [το] όρκος # όρκιση {ΝΑΤΑ ΝΑΤΑ ΤΙ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΆΡΑΓΕ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ?}
          οροφιαίος [επίθετο τρικατάληκτο] ανήκων στην οροφή
          Ούλυμπος [ο] Όλυμπος {ΚΡΟΝΟΣ}

          απομακτέον
          απομάκτρια [η] αυτή που σφουγγαρίζει {ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ΕΣΥ}
          απόμακτρον [το] ξύλο ισιάσματος του σταριού όταν το μετρούν σε δοχείο ή σε δεξαμενή
            αριθμομαντεία
            αριθμόν ποιείν [έκφραση] αριθμώ # μετρώ # καταμετρώ # εξετάζω # λογαριάζω
            αριθμός [ο - παράβαλε άρω & αρθμός] αριθμός
            νούμερο # το αριθμούμενον και αριθμητόν και ώ αριθμούμεν (Αριστοτέλης) # πλήθος μετρούμενο # ποσότητα # ποσό # το σύστημα των αριθμών # αριθμητική # αρίθμηση # λογισμός
            αριθμού πέρι [έκφραση] ως προς τον αριθμό # σχετικά με τον αριθμό {ΜΗΠΩΣ ΕΊΣΤΕ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ}
              ασκητήρ
              ασκητήριον [το] κελί μοναχού # κοινόβιο # μοναστήρι


              αστεράκι
              αστεργάνωρ [η] που μισεί τους άνδρες ή τη παντρειά
              αστεργής [επίθετο δικατάληκτο] άστοργος # άκαρδος # άφιλος # αφιλόστοργος # σκληρόκαρδος # ασυμπαθής # αντιπαθητικός # ασυμπάθιστος
              αστέριον [το] αράχνη δηλητηριώδης (είδος) # φαλάγγι # σφαλάγγι # μαρμάγκα
              αστερίσκος [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη asterisk
              η γαλλική asterisque - η ιταλική asterisco] αστέρας μικρός # σύμβολο τυπογραφίας χρήσιμο για παραπομπές # φυτό (είδος)
              αστερολεσχέω [ρήμα] φλυαρώ περί των άστρων # αερολογώ
                ατληπαθής
                ατλητέω [ρήμα] ανυπομονώ # δεν υπομένω # δεν αντέχω


                βλαχάβα
                βλαχά [η - δωρικός τύπος της λέξης βληχή] βέλασμα {ΚΑΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΑΥΤΟ}


                βλεννοποιός
                βλεννός [επίθετο τρικατάληκτο] βλεννώδης # που περιέχει βλέννες # ευήθης # βλάκας # μωρός
                βλέννος [το] γλοιώδες έκκριμα αδένων # μύξα # γλοιώδες έκκριμα των ρουθουνιών # βλέννα
                βλέννος [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη blenny] ψάρι του είδους της πέρκας οικογένειας Blenniidae
                βουλείονβουλείον [το] βουλευτήριο # δικαστήριο


                επικλινοπάλη
                επικλινής [επίθετο δικατάληκτο] γυρτός # κατηφορικός # κεκλιμένος # επικλινής # πλαγιαστός # ανάγυρτος # κατωφερής # κατάντης # πρανής
                επικλινίδιος [επίθετο δικατάληκτο] ο πάνω σε κλίνη {ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΡΥΦΤΗΣ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΣΤΟ ΜΑΥΛΟ ΠΩΣ ΤΟ ΑΠΕΚΤΗΣΕΣ? Η ΤΟ ΕΙΧΕΣ}
                  οστεοαρθροπάθεια
                  οστεογενές [το] νωτιαίος μυελός

                  παγκρεατικοτομία
                  πάγκρεας [το - εξ αυτής η αγγλική και γαλλική και ιταλική λέξη pancreas] πάγκρεας # η παρά την πρώτην του εντέρου έκφυσιν κειμένη σαρξ διαπίμελος και αδενώδης


                  ουρητηραλγία
                  ουρητήρ [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη ureter] ουρητήρας # ουρήθρα


                  ιδιοτελής
                  ιδιότυπος [επίθετο δικατάληκτο] ιδιόμορφος # που έχει δικό του ξεχωριστό τύπο 








                  Δεν υπάρχουν σχόλια:

                  Δημοσίευση σχολίου