Αγαυριάομαι
αγαυρίαμα [το] αυθάδεια # υπεροψία # αλαζονεία # έπαρμααγένητος
αγένητος [επίθετο δικατάληκτο] αγίνωτος # ακάμωτος # αγέννητος # ανύπαρκτοςαγήσανδρος
αγής [επίθετο δικατάληκτο έχει δύο σημασίες αντίθετες μεταξύ τους και κατ' άλλους και τρίτη που σημαίνει κυκλοτερής] εναγής # ανόσιος # αχρείος # βέβηλος # μαγαρισμένος # μολυσμένος # μιαρός # επικατάρατος # ευαγής # αγνός # λαμπρός # καθαρός # περιαγής # κυκλοτερήςαγησίχορος [επίθετο δικατάληκτο] χορηγός # ηγούμενος του χορού
αγριελήσιος
αγριελαία [η] αγριελιά # αγριοληά # άγρια ελιά {θα τον λέγαμε και τσομπάνη η από πιο βουνό κατεβηκες η μάθανε τα τούβλα και σφυρανε μόνα τους}αγριοσάλακας
άγριος [επίθετο τρικατάληκτο] αγροτικός # όχι ήμερος # άγριος # ακαλλιέργητος # αυτοφυής # ανήμερος # θηριώδης # ορμητικός # μανιώδης # κακοήθης (ιατρική)αγριοσίκυον [το] αγριάγγουρο # πικράγγουρο
αγριοσυκή [η] αγριοσυκιά
αειδράστεια
αειδής [επίθετο δικατάληκτο] δυσειδής # δύσμορφος # κακόμορφος # κακόσχημος # κακοφτιαγμένος # παρασούσουμος # στραβοχυμένος # άσχημος # άμορφος # ασώματος # άυλος # άγνωστος # αόρατος # που δεν βλέπεται (από την ασχήμια) {μόνο έτσι δικαιολογείται η κοπλεξικοτητα του}αειδία [η] ασχήμια # ασκημάδα # ασκημιά # ασκήμια # ασχημία # δυσμορφία # παραμόρφωση
αειδίνητος [επίθετο δικατάληκτο] αιωνίως στροβιλιζόμενος
αεϊδόςδε [επίρρημα] στο βασίλειο του Άδη
αείδω [ρήμα ποιητικός και ιωνικός τύπος της λέξης άδω] ψάλλω # μέλπω # μελωδώ # τραγουδώ # κελαηδώ # κράζω # βουίζω # εξυμνώ # ανυμνώ # γλυκοτραγουδώ # εγκωμιάζω # ευλογώ # υμνώ # ψαλμωδώ # ψέλνω
αιματόεις
αιματόεις [επίθετο τρικατάληκτο] πλήρης αίματος # ματωμένος # κόκκινος σαν αίμααιματοκαλλιέργεια
- αιματολοιχός [επίθετο δικατάληκτο] που γλείφει αίμα # φονικός # ο του φονιά {δολοφόνος τρισκατάρατος ΑΛΚΟΛ ΚΑΙ ΟΔΗΓΗΣΗ ΔΕΝ ΠΑΝΕ ΜΑΖΙ}
- αιματοποιητικός [επίθετο τρικατάληκτο] αιματογόνος # που μεταβάλλει σε αίμα
- αιματοπώτης [ο] αυτός που πίνει αίμα
- αιματοστεγής [επίθετο δικατάληκτο] αιμοσταγής # αιμόφυρτος # που στάζει αίμα
- αιματόφυρτος [επίθετο δικατάληκτο] αιματόφυρτος # αιματοβαμμένος # αιματηρός # αιματοβαφής
- αιματοχαρής [επίθετο δικατάληκτο] αιμοχαρής # αιμοδιψής # κακούργος # μακελάρης # αιμοβόρος
ακέστρια
ακέστρια [η] μοδίστρα # μπαλωματούακέφαλοι
ακέφαλος [επίθετο δικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική acephalous - η ιταλική acefalo] ακόρυφος # ακυβέρνητος # ατελής # ατελειοποίητος # ελλιπής # στερημένος πολιτικών δικαιωμάτων (στην Αθήνα)ακήλητος
ακήλητος [επίθετο δικατάληκτο] άθελκτος # αμάγευτος # ασαγήνευτος # άκαμπτος # αδυσώπητος # σκληρόςαλεπούνα
αλέπιστος [επίθετο δικατάληκτο] ο χωρίς λέπια # που δεν του έχουν ξύσει τα λέπια # αξεφλούδητοςαλετράς
αλετρίς [η] δούλη που αλέθειαμπατζής
αμπαύω [ρήμα ποιητικό αντί αναπαύω] σχολάζω # σκολάζω # αποσχολάζω # σχολνώ # σταματώ # ξεκουράζω # φονεύωαπελίτσια
απελασία [η] διώξιμο # αποδιωγμός # αποπομπή # εκδίωξη # εξοβελισμός # καταδίωξη # κυνηγητό # απέλαση # εκπατρισμός # εκτοπισμός # εκτόπιση # εξορισμός # εξοστρακισμός # εξορία # οστρακισμός { ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ!!!}απέλασις [η] απέλαση # εκπατρισμός # εκτοπισμός # εκτόπιση # εξορισμός # εξοστρακισμός # αποπομπή # εξορία # οστρακισμός # διώξιμο
απέλαστος [επίθετο δικατάληκτο] απρόσιτος # απροσπέλαστος # απροσέγγιστος # απροσήγορος # απρόσβατος # δυσπρόσιτος # απλησίαστος
απελατέος [ρηματικό επίθετο του απελαύνω] που πρέπει να απελαθεί
απελαύνω [ρήμα - μέλλων απελάσω και απελώ
παρακείμενος απελήλακα - πρστ. απέλα] απελαύνω # διώχνω έξω από τα σύνορα # εξορίζω # αποδιώκω # εκδιώκω # αποκλείω # αφήνω έξω # φέρνω μακριά # αναχωρώ # φεύγω έφιππος ή πάνω σε αμάξι
απελέκητος [επίθετο δικατάληκτο] απελέκητος # αλάξευτος # άξεστος # τραχύς
απελευθεριώτης [ο] δούλος που ελευθερώθηκε
απέλευσις [η] αποχώρηση
απελήλατο της φροντίδος [έκφραση] ήταν πολύ μακριά από κάθε φροντίδα {ΑΤΙΜΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ}
άπελπτος [επίθετο δικατάληκτο - παράβαλε και άελπτος] απροσδόκητος # απελπισμένος # απεγνωσμένος # απογοητευμένος # αποθαρρυμένος # αποκαρδιωμένος # απονενοημένος # άπελπις
απέλλαι [αι] εκκλησίες # αρχαιρεσίες {ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΕΔΩ???}
απελλόν [το] μαύρη λεύκα # καβάκι
άπελος [το] ανοιχτή πληγή
απελπίζω [ρήμα - μέλλων απελπίσω και απελπιώ - παρακείμενος απήλπικα] απελπίζω # αποφασίζω κάποιον άρρωστο # στερώ την ελπίδα από κάποιον # απελπίζομαι # ελπίζω κάτι από κάποιον
απελπισμός [ο] απελπισμός # απελπισία # αποθάρρυνση # αποκάρδιωση
απελπιστέον [ρηματικό επίθετο του απελπίζω] που πρέπει να στερήσουμε τις ελπίδες
όρκωμα
όρκωμα [το] όρκος # όρκιση {ΝΑΤΑ ΝΑΤΑ ΤΙ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΆΡΑΓΕ ΝΑ ΠΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ?}
οροφιαίος [επίθετο τρικατάληκτο] ανήκων στην οροφή
Ούλυμπος [ο] Όλυμπος {ΚΡΟΝΟΣ}
απομακτέον
απομάκτρια [η] αυτή που σφουγγαρίζει {ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ΕΣΥ}απόμακτρον [το] ξύλο ισιάσματος του σταριού όταν το μετρούν σε δοχείο ή σε δεξαμενή
αριθμομαντεία
αριθμόν ποιείν [έκφραση] αριθμώ # μετρώ # καταμετρώ # εξετάζω # λογαριάζωαριθμός [ο - παράβαλε άρω & αρθμός] αριθμός
νούμερο # το αριθμούμενον και αριθμητόν και ώ αριθμούμεν (Αριστοτέλης) # πλήθος μετρούμενο # ποσότητα # ποσό # το σύστημα των αριθμών # αριθμητική # αρίθμηση # λογισμός
αριθμού πέρι [έκφραση] ως προς τον αριθμό # σχετικά με τον αριθμό {ΜΗΠΩΣ ΕΊΣΤΕ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ}
ασκητήρ
ασκητήριον [το] κελί μοναχού # κοινόβιο # μοναστήριαστεράκι
αστεργάνωρ [η] που μισεί τους άνδρες ή τη παντρειάαστεργής [επίθετο δικατάληκτο] άστοργος # άκαρδος # άφιλος # αφιλόστοργος # σκληρόκαρδος # ασυμπαθής # αντιπαθητικός # ασυμπάθιστος
αστέριον [το] αράχνη δηλητηριώδης (είδος) # φαλάγγι # σφαλάγγι # μαρμάγκα
αστερίσκος [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη asterisk
η γαλλική asterisque - η ιταλική asterisco] αστέρας μικρός # σύμβολο τυπογραφίας χρήσιμο για παραπομπές # φυτό (είδος)
αστερολεσχέω [ρήμα] φλυαρώ περί των άστρων # αερολογώ
ατληπαθής
ατλητέω [ρήμα] ανυπομονώ # δεν υπομένω # δεν αντέχωβλαχάβα
βλαχά [η - δωρικός τύπος της λέξης βληχή] βέλασμα {ΚΑΤΙ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΑΥΤΟ}βλεννοποιός
βλεννός [επίθετο τρικατάληκτο] βλεννώδης # που περιέχει βλέννες # ευήθης # βλάκας # μωρόςβλέννος [το] γλοιώδες έκκριμα αδένων # μύξα # γλοιώδες έκκριμα των ρουθουνιών # βλέννα
βλέννος [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη blenny] ψάρι του είδους της πέρκας οικογένειας Blenniidae
βουλείονβουλείον [το] βουλευτήριο # δικαστήριο
επικλινίδιος [επίθετο δικατάληκτο] ο πάνω σε κλίνη {ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΡΥΦΤΗΣ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΣΤΟ ΜΑΥΛΟ ΠΩΣ ΤΟ ΑΠΕΚΤΗΣΕΣ? Η ΤΟ ΕΙΧΕΣ}
παγκρεατικοτομίαπάγκρεας [το - εξ αυτής η αγγλική και γαλλική και ιταλική λέξη pancreas] πάγκρεας # η παρά την πρώτην του εντέρου έκφυσιν κειμένη σαρξ διαπίμελος και αδενώδης
ουρητηραλγία
ουρητήρ [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη ureter] ουρητήρας # ουρήθρα
ιδιοτελήςιδιότυπος [επίθετο δικατάληκτο] ιδιόμορφος # που έχει δικό του ξεχωριστό τύπο
επικλινοπάλη
επικλινής [επίθετο δικατάληκτο] γυρτός # κατηφορικός # κεκλιμένος # επικλινής # πλαγιαστός # ανάγυρτος # κατωφερής # κατάντης # πρανήςεπικλινίδιος [επίθετο δικατάληκτο] ο πάνω σε κλίνη {ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΡΥΦΤΗΣ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΣΤΟ ΜΑΥΛΟ ΠΩΣ ΤΟ ΑΠΕΚΤΗΣΕΣ? Η ΤΟ ΕΙΧΕΣ}
οστεοαρθροπάθεια
οστεογενές [το] νωτιαίος μυελός
οστεογενές [το] νωτιαίος μυελός
παγκρεατικοτομίαπάγκρεας [το - εξ αυτής η αγγλική και γαλλική και ιταλική λέξη pancreas] πάγκρεας # η παρά την πρώτην του εντέρου έκφυσιν κειμένη σαρξ διαπίμελος και αδενώδης
ουρητηραλγία
ουρητήρ [ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη ureter] ουρητήρας # ουρήθρα
ιδιοτελής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου