Αγαυριάομαι
αγαυρίαμα [το] αυθάδεια # υπεροψία # αλαζονεία # έπαρμααγένητος
αγένητος [επίθετο δικατάληκτο] αγίνωτος # ακάμωτος # αγέννητος # ανύπαρκτος![]() | Ου πάντα τοις πάσι ρητά. Πυθαγόρας, 580-490 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος δεν μπορούν να ειπωθούν όλα σε όλους |
Το Παρασκήνιο Ο Σκοπός και Το Αίτιο της δήλωσης! Διαβάστε περισσότερα...
μεταφέρω τους νεκρούς στον Άδη...Διαβάστε περισσότερα
ΤΟΠΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ.... Διαβάστε περισσότερα
Ος άν τα ονόματα επίστηται, επίστασθαι και τα πράγματα (Πλάτων-Κρατύλος).... Διαβάστε περισσότερα
![]() |
αιματοπότης # αιματόχαρος # αιμοδιψής # απάνθρωπος # σκληρός # αιμοβόρος |