ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ

«ος αν τα ονόματα ειδή, είσεται και τα πράγματα»
(«αυτός ο οποίος θα γνωρίσει-καταφέρνει να γνωρίζει τα ονόματα-την ορθότητα των ονομάτων-το αληθινό περιεχόμενο των όν-ομάτων, θα γνωρίσει-θα είναι σε θέση να αντιληφθεί-επιγνώσει και τα πράγματα-την αληθινή ρίζα-πηγή αίτιο-σκοπό της φύσεως των πραγμάτων-δηλαδή της αληθινής πραγματικότητος που τα δημιούργησε και τον σκοπό σκοπιμότητα που αυτά υπηρετούν) [πλάτωνος κρατύλος-περί ονομάτων] ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Ου πάντα τοις πάσι ρητά.

Πυθαγόρας, 580-490 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος

δεν μπορούν να ειπωθούν όλα σε όλους

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΟΝΟΜΑ ΓΝΩΡΙΣΤΕ ΤΟΥΣ


ΕΝΑΣ ΑΚΟΜΑ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΜΙΣΟΥΝ 'ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ' 

Η Ελληνική είναι η γλώσσα των θεών, η Γλώσσα των Γλωσσών, η γλώσσα του ανθρώπου και κάθε ελλόγου όντος, το σύμπαν της γνώσεως, η απεικόνισις του Σύμπαντος




Ειρήνη Φιλιππάκη.– Warburton (2204)

·          κατάλληλος για αραίωση # που προκαλεί αραίωση

·          δυσπρόσωπος
·          πολύ δυστυχής # πανάθλιος # δύσμοιρος # εξαθλιωμένος # πονεμένος # αξιοθρήνητος
·          δύσκολα υποφέρω τα βάσανα
·          επικαλούμενος τη χάρη του Αγίου Πνεύματος
·          αστρονομία # αστεροσκοπία # επιστήμη μελέτης του ουρανού # ουρανογνωσία # ουράνια μηχανική
·          βγάζω βέλος από πληγή
·          όμοιος με δράκο # όμοιος με φίδι # οφιοειδής # ελισσόμενος σπειροειδώς # φιδίσιος # φιδωτός # που σχηματίζει μαιάνδρους
·          σπορά # σπέρμα # γονή
·          όμοιος με εμετό
·          αποθήκη χόρτου
·          θυσία των παιδιών

·          ίσο μερίδιο # ίσα δικαιώματα
·          σαν θεός
·          ίσος με αδελφό # θεωρούμενος ως αδελφός
·          εξισούμαι # είμαι ίσος # νομίζω τον εαυτό μου ίσο
·          ξέρω # γνωρίζω (ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ!!! )
·          ίσος με τους αποστόλους της εκκλησίας
·          γαλαζοπράσινος


Μιχάλης Γεωργιαφέντης (2874)  

·          εξολοθρευτής ανθρώπων # φονιάς # δολοφόνος # ανθρωποκτόνος

·          ανόητος κλέφτης
·          θεληματικά ριπτόμενος στον κίνδυνο # ριψοκίνδυνος # παράτολμος
·          είμαι συμμέτοχος των δαπανών συντήρησης πολεμικού πλοίου
·          που έχει γαμψά νύχια
·          απαλλαγή στράτευσης # λιποταξία # εγκατάλειψη στρατού
·          στρατηγική ανικανότητα
·          μη χρηματίσας στρατηγός # ανίκανος για στρατηγός # ο χωρίς στρατηγούς # αδιοίκητος
·          κάπα # πανωφόρι "χλαίνης είδος ευτελούς" # προβιά "περιβόλαιον αγροίκον ή δουλικόν ή παλαιόν"


Γεώργιος Κοτζόγλου. (2161)

·          άνθρωπος κατώτερης ποιότητας

·          μεταφέρω με οχετό ή τάφρο νερό σε άλλο μέρος # διοχετεύω # μεταστρέφω τα νερά οχετού σε άλλο παρακείμενο αγωγό # υποκλέπτω # κλέβω επιδέξια # πετυχαίνω αθέμιτα
·          κατώτατος # ύστατος # έσχατος
·          φέρνω νερό
·          κάτωθεν # από κάτω # κάτω # υποκάτω
·          πλοίο του Χάρου
·          υποχθόνιοι
·          καταχθόνιοι θεοί
·          υποχθόνιος # κατώτερος # πιο χαμηλά ευρισκόμενος # παρακάτω ευρισκόμενος
·          ταχυδρόμος των νερτέρων # άγγελος του Άδη ή του Πλούτωνα
·          μάντης που ασκεί νεκρομαντεία
·          σαρκοφάγο όρνεο # αρπακτικό πτηνό


Μαργαρίτα Λουκά (1077)

·          κόβω τη γλώσσα
·          αρχικλέφτης # αρχιληστής # πρωτοκλέφτης
·          ηγεμονικός # βασιλικός # ο της αρχής (εξουσίας) # κατάλληλος για να άρχει # έμπειρος στο να διοικεί
·          κουβάς αδειάσματος νερών βάρκας ή πλοίου
·          ανοσιουργώ # παρανομώ # κάνω ανοσιουργήματα # αδικοπραγώ # ενεργώ παράνομα # παραβαίνω το νόμο
·          γνώστης καλών αλόγων # αυτός που τα ξέρει όλα # ξερόλας # μωρόσοφος # έμπειρος # ειδήμων
·          κρύπτων τις σκέψεις ή προθέσεις του
·          φονεύων κρυφά # δολοφόνος
·          είμαι ληστής # αρπάζω # ληστεύω # αρπάζω ξένη περιουσία # αφαιρώ ξένη περιουσία # διαγουμίζω # κουρσεύω # λεηλατώ # γυμνώνω
·          σφάλλω ακόμη περισσότερο # κάνω σφάλμα μεγαλύτερο # αμαρτάνω ακόμη περισσότερο
·          σπείρομαι # σπέρνομαι # σποριάζω
·          γεννώ νεκρό έμβρυο
·          ανθρωπόμορφος # ανθρωποειδής # με μορφή ανθρώπου
·          μανδραγόρας - φυτό ναρκωτικό και υπνωτικό
·          αιρετικοί που θεωρούν το Θεό ανθρωπόμορφο
·          θεές του όρκου με δικό τους ιερό στην Αλίαρτο
·          ιερατική αττική γενεά που επιτελούσε τις γιορτές των Πλυντηρίων ή Καλλυντηρίων οι "το έδος το αρχαίον της Αθηνάς αμφιέννυντες"
·          εκτελώ με επιβουλή και αιφνιδίως κάτι # εκτελώ κάτι με προμελέτη και δόλο ή προδοσία # κυριεύω με αιφνίδια έφοδο ή προδοσία # καταστρατηγώ

Άννα Διαμαντοπούλου    Απαξιώ καν και να ασχοληθώ 


οφις66

1 σχόλιο: