Γνωμονική Ακολουθία – τσαιτγκαιστ (514)
Αβουλία
· αβουλία [η] ασκεψία # αστοχασιά # απερισκεψία # ασυνεσία # αφροσύνη # προχειρότητα
άβουμα
- αβουκόλητος [επίθετο δικατάληκτο] απαρατήρητος # αφανής # απεριποίητος
- αβουλεί [επίρρημα] απερίσκεπτα # αστόχαστα # αβούλως
- αβουλέω [ρήμα] δεν θέλω (υποδηλώνει άρνηση γενικώς)
- αβούλημα [το] αστόχαστο έργο
- αβουλής [επίθετο δικατάληκτο] ακούσιος # ανεπιθύμητος # δυσάρεστος # τυχαίος
- αβουλία [η] ασκεψία # αστοχασιά # απερισκεψία # ασυνεσία # αφροσύνη # προχειρότητα
- αβούλως [επίρρημα] απερίσκεπτα # αστόχαστα # κακόβουλα # κακοθελώς
- αβούτης [ο] στερημένος βοδιών # φτωχός
αγαθοποιός
- αγαθοποιός [επίθετο δικατάληκτο] αγαθοεργός # ευεργετικός # αγαθοποιός # καλός # φιλάνθρωπος(το πρόσωπο του προς τα έξω)
αγελαδοκόμος
- αγελαδόν [επίρρημα - δωρικός τύπος της λέξης αγεληδόν] κοπαδιαστά # ομαδικά
αιγαιοπελαγικός
- Αιγαίος [ο] Αιγαίο Πέλαγος (στόχος)
Αμανιταριά
- αμανίται [οι - εξ αυτής η αγγλική amanita] μανιτάρια (παρασιτο)
αμολημένος
- αμολγαίος [επίθετο τρικατάληκτο] καλοψημένος # γεμάτος γάλα
- αμολγεύς [ο] καρδάρι # καρδάρα # καρδάρι αρμέγματος # αμολγεύς
- αμολγή [η] άρμεγμα # άμελγμα # απομύζηση
- αμολγός νυκτός [έκφραση] τέσσερις ώρες μετά τη δύση του ήλιου # τέσσερις ώρες πριν την ανατολή του ήλιου
- αμόλυντος [επίθετο δικατάληκτο] καθαρός # αλέρωτος # που δεν λερώνει
ανελκτήρ
- ανελκτός [επίθετο δικατάληκτο] που έχει ανασυρθεί # ανυψωμένος
βαιτάς
- βαίτη [η] δερμάτινο ρούχο # γούνα # προβιά # δερμάτινη σκηνή βαρβαρική
- βαιτοφόρος [επίθετο δικατάληκτο] που φορά δερμάτινο ένδυμα
- βαίτυλος [ο] μετεωρίτης # μετεωρόλιθος # θραύσμα στερεού υλικού αστρικής προέλευσης
- Βαιτοκκαικεύς [ο] επίθετο του Διός # Δίας
Βαλάσιος
- βαλανάγρα [η] κλειδί # κλειδαριά # κλειδωνιά # κλείθρο # μηχανισμός με κλειδί
- βαλανειόμφαλοι φιάλαι [έκφραση] τάσια με βαθούλωμα στο κέντρο
- βαλανείον [το - εξ αυτής η αγγλική λέξη balneal - η γερμανική Bad - η γαλλική bain - η ιταλική bagno - από τη λέξη προήλθε η λατινική balneum από την οποία με αντιδάνειο έχουμε την νεοελληνική μπάνιο] λουτρό
- βαλανείτης [ο] λουτράρης # ιδιοκτήτης ή υπάλληλος δημόσιου λουτρού # υπάλληλος λουτρού που έκοβε τις τρίχες και έκανε μασάζ και περιποίηση νυχιών # περίεργος # φιλοπερίεργος # κουτσομπόλης
- βαλανευτική [η] τέχνη της περιποίησης των νυχιών των ποδιών και των χεριών
- βαλανεύτρια [η] γυναίκα υπάλληλος λουτρού που έκοβε τις τρίχες και έκανε μασάζ και περιποίηση νυχιών
- βαλανεύω [ρήμα] περιποιούμαι στο λουτρό # υπηρετώ
- βαλανηρός [επίθετο τρικατάληκτο] ο του γένους της βελανιδιάς
- βαλανηφάγος [επίθετο δικατάληκτο] που τρώει βελανίδια (κοινως κουτοχορτο)
- βαλανηφόρος [επίθετο δικατάληκτο] που καρποφορεί βελανίδια
- βαλανίζω [ρήμα] μαζεύω βελανίδια # κάνω κλύσμα σε κάποιον # βάζω υπόθετο σε κάποιον
- βαλάνιον [το - υποκοριστικό της λέξης βάλανος] αφέψημα από βελανίδια # υπόθετο από σαπούνι που τοποθετείται στον πρωκτό για δημιουργία κένωσης του εντέρου # βελανιδάκι
- βαλανοδόκη [η] τρύπα στην παραστάδα όπου μπαίνει το μάνταλο
- βάλανος [η και ο - εξ αυτής η αγγλική λέξη valonia] βελανίδι # βαλανίδι # βαλανιδιά # βελανιδιά # δρυς # δέντρος # βαλανοειδής καρπός # κάστανο # καρύδι # χουρμάς # βάλανος # κεφαλή του πέους # αμπάρα μανταλώματος # υπόθετο στον πρωκτό # όστρακο # μύδι # βάλανος αδένας
- βαλανόω [ρήμα] μανταλώνω # κλειδώνω
- βαλαντίδιον [το] πορτοφολάκι
- βαλαντιητόμος [ο] πορτοφολάς # κλέφτης πορτοφολιών
- βαλάντιον [το] βαλάντιο # κεμέρι # πορτοφόλι # πουγκί # ποσό 250 δηναρίων # ακόντιο
- βαλαντιοσκόπος [ο] αυτός που παρατηρεί τα πορτοφόλια των άλλων
- βαλαντιοτομέω [ρήμα] κλέβω πορτοφόλια
- βαλαρός [ο - Κρητικός τύπος] φυγάδας # εξόριστος
- βαλαύστιον [το - εξ αυτής η αγγλική λέξη baluster] ανθός της αγριοροδιάς
δειλόκαρδος
- δειλοκάρδιος [επίθετο δικατάληκτο - βυζαντινός τύπος] δειλός # άναντρος # άτολμος
δεκάδρομος
- δεκαδάκτυλος [επίθετο δικατάληκτο] που έχει δέκα δακτύλους # μήκους δέκα δακτύλων (192.6 χιλιοστών)
- δεκαδαρχέω [ρήμα] είμαι αρχηγός σε διοίκηση αποτελούμενη από δέκα άντρες
- δεκάδελτος [επίθετο δικατάληκτο] περιεχόμενος σε δέκα δέλτους (πίνακας ή πλάκες)
- δεκαδικός [επίθετο τρικατάληκτο - εξ αυτής η αγγλική και γαλλική λέξη decimal - γερμανική dezimal - ιταλική decimale] διαιρούμενος σε δεκάδες
- αποτελούμενος από δεκάδες
ενριγισκάνειν
- ενριγόω [ρήμα] τουρτουρίζω # ριγώ # ανατριχιάζω # τρεμουλιάζω # τρέμω
Γνωμονική Ακολουθία - τσαιτγκαιστ(831)
Αρτίκολλος
- αρτίκολλος λόγος [έκφραση] καλά προσαρμοσμένος λόγος
- αρτίκολλος [επίθετο δικατάληκτο] καλά κολλημένος # ευάρμοστος # καλά προσαρμοσμένος # ορθός # ταιριαστός
κοσμοπλάνος
- κοσμοπλαστέω [ρήμα] πλάθω τον κόσμο
αθετητής
- αθετητής [ο] παραβάτης
αλεξανδρινισμός
- αλεξανδρίζω [ρήμα] μιμούμαι το Μέγα Αλέξανδρο
- αλεξανδριστής [ο] θιασώτης του Αλεξάνδρου
απελπιστέον
- απελπιστέον [ρηματικό επίθετο του απελπίζω] που πρέπει να στερήσουμε τις ελπίδες
άχριον
- άχριστος [επίθετο δικατάληκτο] μη χρισμένος # αμύρωτος
Γνωμονική Ακολουθία - τσαιτγκαιστ(1345) ΒΑΣΙΚΗ
Κακόσπλαγχνος
- κακόσπλαγχνος [επίθετο δικατάληκτο] έχων κακά σπλάγχνα # άνανδρος # δειλός # πάσχων στα σπλάχνα
- κακοσύνθετος [επίθετο δικατάληκτο] κακής σύνθεσης
πορνοκοπέω
· πορνοκοπέω [ρήμα] συναναστρέφομαι με πόρνες # είμαι πουτανιάρης
χοιρέμπορος
· χοιρέμπορος [ο] έμπορος χοίρων
ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ
Ομόεθνος
- ομόεθνος [επίθετο δικατάληκτο - λατινικά gentilis & cognatus] ο του ιδίου έθνους # ομοεθνής # συμπατριώτης # ομόφυλος # ομογενής
ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΙΓΑ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΖΩ ΑΡΚΕΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΜΕ ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΕΙΚΟΝΑ
το καταλάβαμε τώρα ότι σκοπός τους είναι ο αποπροσανατολισμός
OFIS66
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου